Δευτέρα 28 Σεπτεμβρίου 2009

Ελύτης - Λίγες επισημάνσεις για τη ποιητική του δημιουργία. Άρθρο της Ευθυμίας Δ. Σκαπέτη.


O Ελύτης, το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Αλεπουδέλη, γεννήθηκε στην Κρήτη. Δραστήριο και ανήσυχο πνεύμα, όπως και σώμα, μας έδωσε μια μεγάλη παραγωγή τόσο πρωτότυπου λογοτεχνικού λόγου, πεζού και ποιητικού, όσο και μεταφραστικού.
Το έργο του και πιο συγκεκριμένα η ποιητική του δημιουργία, θα μπορούσαμε να αναφέρουμε ότι διακρίνεται από κάποια χαρακτηριστικά ως προς τη γλώσσα, το ύφος και τη στιχουργική. Αυτά τα στοιχεία μαζί με το στοιχείο της "ελληνικότητας" της ποίησής του αποδίδουν τόσο τη λογοτεχνική ταυτότητα του Ελύτη όσο και τους λόγους για τους οποίους αγαπήθηκε και τιμήθηκε με το Νόμπελ Ποίησης στη Στοκχόλμη το 1979.
Ξεκινώντας από την ποιητική του γλώσσα, αυτή θα μπορούσαμε να πούμε ότι διακρίνεται από τα εξής βασικά χαρακτηριστικά:
- Επίδραση του λόγου των επών του Ομήρου, κυρίως στα λεγόμενα λυρικά μέρη του.- Επίδραση της αρχαίας ελληνικής λυρικής ποίησης, την οποία έχει γνωρίσει από την παιδική ηλικία.- Επίδραση της νεώτερης ελληνικής λυρικής ποίησης, του Σολωμού, του Κάλβου και του Καβάφη, αλλά και των σύγχρονης νοοτροπίας Γάλλων ποιητών Paul Eluard και Perre Jean Jouve, οι οποίοι, όπως ομολογεί ο ίδιος ο ποιητής στα "Ανοιχτά χαρτιά" "… μ’ ανάγκασαν να προσέξω και αδίστακτα να παραδεχτώ τις δυνατότητες που παρουσίαζε, στην ουσία της ελεύθερης ενάσκησής της, η λυρική ποίηση".
- Επίδραση του λόγου του Μακρυγιάννη, που χαρακτηρίζεται κυρίως για τη λιτότητα, την απλότητα, την αυθεντικότητα, τη γνησιότητα.
- Επίσης, επίδραση από τις λαϊκές διηγήσεις.
- Επίδραση από το λόγο του Ευαγγελίου.
- Επίδραση από τη Βυζαντινή υμνογραφία, που φαίνεται από τον εσωτερικό και εξωτερικό ρυθμό των ποιημάτων του.
- Ακόμα μια πηγή επίδρασης είναι η Δημοτική ποίηση και τα Δημοτικά τραγούδια, τα οποία έχουν αφήσει ρυθμικά ίχνη.
- Η επίδραση που άσκησε το κίνημα του υπερρεαλισμού, που κυριαρχούσε εκείνη την εποχή, με βασικό χαρακτηριστικό ότι κινείται ανάμεσα στην αλήθεια και τη φαντασία.
Ο υπερρεαλισμός γίνεται γνωστός στον Ελύτη από τον Εμπειρίκο και την "Υψικάμινο", με τον οποίο σχετίζεται, όπως έχει επαφές και με γνωστούς ξένους υπερρεαλιστές λογοτέχνες όταν βρίσκεται στο Παρίσι, όπως ο Αντρέ Μπρετόν, ο οποίος έγραψε και το "Μανιφέστο του Υπερρεαλισμού", ο Paul Eluard και ο Perre Jean Jouve, ο P. Reverdy, ο A. Camus, ο G. Unga-retti, ο R. Char.
Το ύφος της ποίησης του Ελύτη έχει πολυσύνθετη μορφή και θα μπορούσε να χαρακτηριστεί συγχρόνως λιτό και εκφραστικό, έντονα συναισθηματικό, περιγραφικό, γεμάτο σχήματα λόγου και εικόνες, μεταφορικό και ρεαλιστικό συγχρόνως, όλα αυτά τα οποία δίνουν μια διάθεση ανάγλυφη και παραστατική. Με σιγουριά θα μπορούσαμε να το αποκαλέσουμε τολμηρό και πρωτότυπο από τον ασυνήθιστο συνδυασμό λέξεων και εννοιών με γνώμονα τη φαντασία και το όνειρο, που όταν το επιθυμεί ο ποιητής η ποίησή του μεταφέρεται σε ένα επίπεδο μεταφυσικό, θρησκευτικό, υπερκόσμιο. Επίσης, όλα τα παραπάνω αναδεικνύουν μια δυναμικότητα τόσο στο ύφος όσο και στο λόγο και την έκφραση, μια δυναμική με ηθικό αντίκρισμα μέσα από το προσεγμένο και λογικά ελεγχόμενο ποιητικό λόγο, ο οποίος χρησιμοποιεί το φανταστικό και το ονειρικό στοιχείο χωρίς να παραδίδεται απόλυτα σ’ αυτό. Μπορεί και το ελέγχει ώστε να γίνει μέσο έκφρασης με νόημα και όχι απλή συναισθηματική και πνευματική αποφόρτιση. Επιπλέον, τα στοιχεία αυτά παραπέμπουν και σε άλλες μορφές τέχνης που επηρεάστηκαν από τον υπερρεαλισμό, όπως η ζωγραφική.
Η στιχουργική και η μετρική διακρίνονται από τη χρήση μετρικών μορφών και ομοιοκαταληξιών. Ο ελεύθερος μορφικά στίχος και η στροφική οργάνωσή του ακολουθούν περισσότερο κανόνες εσωτερικού ρυθμού και μουσικότητας, απόδειξη μιας νεωτερικής ποιητικής προσέγγισης και απόδοσης που συνδυάζει τολμηρά την παράδοση της βυζαντινής υμνογραφίας και του δημοτικού τραγουδιού με τη σύγχρονη τάση των νέων ρευμάτων του συμβολισμού, ας μην ξεχνάμε πως ο Ελύτης είχε επαφές με το Σεφέρη, και κυρίως του υπερρεαλισμού.Ο υπερρεαλιστικός τρόπος σύνθεσης της ποίησής του μέσα από την αίσθηση της φαντασίας και των τολμηρών συνδυασμών λέξεων συνταιριάζει με αρμονικό τρόπο εξωτερικές - αντικειμενικές αλήθειες, αλήθειες Φύσης και Ηθικής, φυσικής και ανθρώπινης, και μεταφυσικής και θρησκευτικής Πίστης, με εσωτερικές - υποκειμενικές σκέψεις, εμπειρίες, βιώματα και συναισθήματα, με την προσωπική στάση του ποιητή απέναντι σ’ όλα αυτά και με σαφείς αρχές ποιητικής δημιουργίας του ποιητή. Ο λόγος, συχνά ακατανόητος, προκαλεί τον αναγνώστη - ακροατή του να εισέλθει, να διαισθανθεί και να συναισθανθεί, να κατανοήσει ελεύθερα, αφήνοντας τη φαντασία του να γίνουν το φανέρωμα των ορατών και αοράτων αληθειών.
Το αίσθημα της ελευθερίας, της κριτικής σκέψης, της συμμετοχής στην ποιητική σύνθεση και δημιουργική ερμηνεία του ποιητή, είναι η αποκάλυψη του κόσμου του ποιητή, που προκαλεί αναγνώστες και ακροατές να προσεγγίσουν και να συμμεριστούν την νεοεκφραζόμενη σε μεθόδους και τεχνικές ποιητική του τέχνη, που βασίζεται από τη μια στην ελληνική παράδοση και φύση και από την άλλη στις εσωτερικές και μύχιες σκέψεις, αισθήματα, εμπειρίες και αντιλήψεις του Ελύτη.
Η ποίηση του Ελύτη είναι γεμάτη αίσθημα και ορθολογισμό, πάθος και λογική, αλλά κυρίως έρωτα και αγάπη, μια διαλεκτική ισορροπία όπου ο ποιητής ανακαλύπτει και αυτο - ανακαλύπτεται, αποκαλύπτει και αποκαλύπτεται προς τον εαυτό του, προς τους αναγνώστες του, προς τις πηγές έμπνευσής του και κυρίως προς την τέχνη την ποιητική μέσα από ποιητικούς διαύλους και διεργασίες.
Ο διάλογος και η επικοινωνία, η αλήθεια και το ανώτερο που αποζητά ο ποιητής, του φανερώνουν πρώτιστα τον ίδιο του τον εαυτό, δηλώνοντας τον τρόπο αντίληψης που έχει για την τέχνη της ποίησης, τις αρχές, τις αξίες, τους κανόνες, τις απολαύσεις, την ανάταση, τον αυτοπροσδιορισμό, τη δι - όραση μέσα από το φαινομενικό, όλα όσα μπορεί να προσφέρει η ενασχόληση με την τέχνη της ποίησης. Τα όρια κάθε που ξεπερνούν το κοσμικό και το καταληπτό επίπεδο εισέρχονται στο ακατάληπτο μεταφυσικό και υπερκόσμιο, που φαντάζει προσιτό μόνο πνευματικά.
Η ποίηση του Ελύτη, με βάση τα προηγούμενα, δίνει τη διττή δυνατότητα ανάδειξης των θέσεων του ποιητή. Από τη μια, μας επιτρέπεται να αναγνωρίζουμε τη θέση του ποιητή που έχει ο ίδιος για τον εαυτό του ως ανθρώπου και ως δημιουργού μέσα στη Δημιουργία, στον Κόσμο και τη θέση του πως ο άνθρωπος πρέπει να εναρμονίζεται τηρώντας το αρχαιοελληνικό "μέτρον" μέσα στον Κόσμο που τον περιβάλλει και να μην ξεχνά πως είναι αναπόσπαστο τμήμα του και οφείλει να υπακούει τους υπέρτατους αιώνιους κανόνες και νόμους της ζωής και της δημιουργίας. Ο Ελύτης αποζητά να ταυτοποιήσει και να συνειδητοποιήσει το συντονισμό του με τη συμπαντική αρμονία, το "μέρος" που ανήκει ενεργά και ελεύθερα στο "όλον". Αυτό στοχάζεται και αποπειράται να αποδώσει στο έργο του ακολουθώντας μια κλίμακα που αρχίζει από το απτό και ανατείνει στο πνευματικό. Με άλλα λόγια, η ποίησή του είναι μια πρόκληση, ένας ανοιχτός ορίζοντας. Μέσα από αυτή την οπτική του έργου του, η ποιητική του θεωρία προεκτείνεται και στην κοσμοθεωρία του Ελύτη μέσω της κοσμοθεώρησής του.Επίσης, βασικό στοιχείο είναι η Ελληνικότητα της ποίησης του Ελύτη, η αγάπη και η λατρεία του ελληνικού στοιχείου, η οποία πολυσύνθετα, όπως πολυσύνθετος είναι και ο ελληνισμός, πηγάζει από παντού και είναι διάχυτη.
Πηγάζει: - από τη λατρεία της ελληνικής γλώσσας και της αδιάσπαστης συνέχειας και ενότητάς της ανά τους αιώνες, από την αρχαιότητα μέχρι τη σύγχρονη εποχή, σε όλες της τις μορφές, από τις πιο λόγιες μέχρι τις πιο λαϊκές και δημοτικές. Ας θυμηθούμε τη ρήση "τη γλώσσα μου έδωσαν ελληνική", μια κληρονομιά
- χάρισμα που γιομίζει υπερηφάνεια και απαιτεί ανάλογο σεβασμό, αντιμετώπιση, αξιολόγηση και χειρισμό, μια αλήθεια τόσο απλά διατυπωμένη με ανάλογη δυναμικότητα.- από τη λατρεία της ελληνικής λογοτεχνίας και παράδοσης, που δηλώνεται κυρίως μέσα από επιρροές στους εκφραστικούς τρόπους και στη στιχουργική.
- από τη λατρεία της ελληνικής ψυχής, του ήθους και του πνεύματος, της ελληνικής ηθικής και των αιωνίων αρχών και αξιών, που διακατέχουν τον Έλληνα από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, αν και αυτό δεν είναι κάθε στιγμή ευκολοπροσδιόριστο με την πρώτη ματιά, όπως το "μέτρον", ο "έρωτας", η "αρμονία", ο "διάλογος", η "πίστις", η "ελευθερία", ο "ανθρωπισμός - ανθρωποκεντρισμός", ο "ορθολογισμός" και το "θεϊκό", το "κάλλος", το "αγαθόν".
- από τη λατρεία της χριστιανικής πίστης - Ορθοδοξίας.
- από τη λατρεία της ελληνικής φύσης, του ζωοδότη ελληνικού ήλιου και φωτός, της θάλασσας και της υπόλοιπης φύσης, που γεννούν αισθήματα ζωντάνιας, αισιοδοξίας και χαράς, έρωτα, ο οποίος λειτουργεί ως δημιουργική και ζωογόνος δύναμη πληρότητας, ευτυχίας. Ένας ήλιος που φωτίζει και αποκαλύπτει αλήθειες αιώνιες, αρκεί να τον σεβαστείς.- από τη λατρεία του ελληνικού πολιτισμού και όλων των παραμέτρων που τον συνυφαίνουν και του αποδίδουν την τιμή του ξεχωριστού, με την έννοια της δημιουργίας, της ελευθερίας, του ανθρωπισμού, της προσφοράς, επιτεύγματα αληθινά θαυμαστά.
- από τη λατρεία της ελληνικής ιστορίας, των μεγάλων και λαμπρών επιτυχιών και δύσκολων στιγμών, έτσι όπως η αντικειμενικότητα φιλτράρεται μέσα από την προσωπική
- υποκειμενική εμπειρία του γεγονότος.
Ολοκληρώνοντας αυτές τις λίγες επισημάνσεις για την ποιητική δημιουργία του Ελύτη, μπορούμε να συνοψίσουμε πως ο ποιητής "του ήλιου" είναι ένα τεχνίτης του λόγου, ένας αληθινός λογοτέχνης - καλλιτέχνης. Η ποίησή του σου αφήνει μια αίσθηση γλυκύτητας, που απορρέει από το συνδυασμό του λυρισμού, της τρυφερότητας, της συγκίνησης, της ευαισθησίας και της μουσικότητας, και του επικού, της δύναμης, της δημιουργίας, της ηθικής δράσης και του διαλόγου. Είναι μια ευχάριστη έκπληξη που σε τιμά.

Σκαπέτη Δ. Ευθυμία.

Δευτέρα 21 Σεπτεμβρίου 2009

ΕΙΠΑΝ, ΕΓΡΑΨΑΝ ΓΙΑ ΤΟΝ ΟΔΥΣΣΕΑ ΕΛΥΤΗ:

« […] Η ποίηση του Ελύτη είναι τόσο αληθινή, έχει τόση δική της ύπαρξη, ώστε, πολλές φορές, όταν μας δίνει μια εικόνα και την παραβάλλουμε με μια ανάλογή της από την πραγματικότητα, η τελευταία μας φαίνεται ψεύτικη. Εδώ η ποίηση ούτε αντιγράφει, ούτε μιμείται, ούτε εξωραΐζει τη φύση. Δημιουργεί ένα δικό της κόσμο, όπου όλα είναι όνειρο ή οπτασία, όπου η πραγματικότητα χάνεται κι η ζωή ξεντύνεται τα ρούχα που της φόρεσαν οι άγγελοι για να παρουσιαστεί γυμνή, όπως την έκαναν τα χέρια του δημιουργού της. […] ‘Ω νεότητα / Πληρωμή του ήλιου / Αιμάτινη στιγμή / που αχρηστεύει το θάνατο.’ Όταν ένας ποιητής έχει τέτοιους στίχους, ξεφεύγει εντελώς από τις προσωρινές και συμβατικές σχολές και γίνεται κλασικός, έστω κι αν είναι εικοσιτριών χρόνων.»

Μήτσος Παπανικολάου, Νεοελληνικά Γράμματα, αρ. 72, 16.4.1938

« […] Καιρός να κοιτάξουμε εισαγωγικά ‘Το Άξιον Εστί’ και να επιχειρήσουμε μια πρώτη περιγραφή του. Ένας τρόπος –από τα γνωστά στο άγνωστο– είναι η συσχέτιση με συγγενικά έργα της ποίησής μας (συσχέτιση που θα έπρεπε ίσως να προεκταθεί, άλλη ώρα, και σε ξένα ποιητικά έργα, πράγμα που επιχείρησε ήδη, αναφορικά με τον Σαιντ-Τζων Περς, ο ποιητής Θ. Δ. Φραγκόπουλος): με τους ‘Ελεύθερους Πολιορκισμένους’, με τον ‘Δωδεκάλογο του Γύφτου’ και με τον ‘Πρόλογο στη Ζωή’. Όπως ο Σολωμός, ο Ελύτης θέλησε να σαρκώσει ‘το ουσιαστικότερο και υψηλότερο περιεχόμενο της αληθινής ανθρώπινης φύσης, την Πατρίδα και την Πίστη’, σε επεισόδια από κορυφαίες στιγμές της σύγχρονής του ιστορίας του Ελληνισμού. Όπως ο Παλαμάς: θέλησε να στήσει τον Ποιητή, με τις ανθρώπινες αδυναμίες του και τις υπεράνθρωπες δυνάμεις του, στο κέντρο μιας διαλεκτικής σύνθεσης του Ελληνικού κόσμου. Κι όπως ο Σικελιανός: θέλησε να εκφράσει τη συνείδηση της Γης του, της Γυναίκας, της Πίστης του και της Προσωπικής Δημιουργίας του. […] »

Γ. Π. Σαββίδης, περιοδικό «Ο Ταχυδρόμος» 10.12.1960


«Διαβάζοντας Οδυσσέα Ελύτη είναι σαν να κοιτάς αιγαιοπελαγίτικο τοίχο το καταμεσήμερο. Θαμπώνεσαι. Κατεβάζεις τα μάτια. Ποτέ δεν μπόρεσα να αντικρίσω, ώρα πολύ το φωτόδεντρο. Αντέχω το κείμενο σε μικρές δόσεις. Κάθε λίγο αναστέλλω. Αλλάζω βλέμμα. Η συμπύκνωση της ουσίας, η ευφορία των στιγμών ζαλίζει σαν το πολύ οξυγόνο. Στα πεζά αλχημεία παράξενη. Ενώ ο λόγος είναι απλός, στρωτός, ευθύς, χωρίς ποιητικές αντιστροφές και κοσμητικά επίθετα –ξαφνικά όλο και μεταστοιχειώνεται σε ποίηση. Η ανάσα σου κόβεται από την ευτυχία της σωστής λέξης […] Κάθε σκέψη γίνεται αίσθηση σκέψης […] Ελύτης, ο υπερβατικός του εδώ και του τώρα. Ο μεταφυσικός του αισθητού. […]

Νίκος Δήμου, περιοδικό «Εποπτεία», αρ. 15, Σεπτ.-Οκτ. 1977



To Αιγαίο του Ελύτη:«Κέντρο της καλλιτεχνικής ενέργειας στην Ελλάδα, χιλιάδες χρόνια τώρα, κι από την εποχή της αυγής των πολιτισμών, υπήρξε το Αιγαίο. Εκεί, στη γαλάζια λεκάνη που ενώνει και χωρίζει συνάμα τις τρεις ιστορικές ηπείρους, συντελέστηκαν ανέκαθεν οι πιο τολμηρές κι οι πιο γόνιμες συναντήσεις του πνεύματος. Ο Ελληνισμός, παρών πάντοτε στα χείλη της λεκάνης αυτής (και τότε μονάχα όντας σε θέση να ολοκληρώνει το νόημα της αποστολής του μέσα στον κόσμο), γινόταν ο ενσυνείδητος λειτουργός μιας ακατάπαυστης αφομοιωτικής ενέργειας, που με υλικό παρμένο από την Ανατολή και τη Δύση εξακολουθητικά πλαστουργούσε πρότυπα πολιτισμού, διάφορα και στην ουσία και στη μορφή από κείνα που του είχαν χρησιμεύσει για πρώτη ύλη».


Χρήστος Παρίδης στο" ΕΘΝΟΣ"

Τρίτη 15 Σεπτεμβρίου 2009

ΤΟ ΕΙΚΑΣΤΙΚΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ ΕΛΥΤΗ: ΤΑ ΚΟΛΑΖ

Τρίτη, 15 Σεπτεμβρίου 2009

ΤΑ ΚΟΛΑΖ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ ΕΛΥΤΗ





























ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ: ΑΞΙΟΣ ΕΣΤΙ


Aμέσως μετά τον πόλεμο, χρόνια μεγάλης φτώχειας, ένα απέραντο ρημαδιό η χώρα, σημάδια θανάτου και λαίλαπας ακόμα νωπά παντού, ένας νέος, ευκατάστατος άντρας αναχωρεί για σπουδές στην Ελβετία. Καθ’ οδόν για το αεροδρόμιο, μια μικρή καθυστέρηση τον βρίσκει δίπλα σε μια αλάνα με ρακένδυτα σκελετωμένα παιδιά να παίζουν ανάμεσα στα σκουπίδια. Καταγράφει την εικόνα και την παίρνει μαζί του στις αποσκευές του από την Ελλάδα. Σε λιγότερο από είκοσι τέσσερις ώρες στη Λοζάνη, σε ένα δασάκι, μια άλλη εικόνα, ροδαλά, υγιέστατα αγόρια και κορίτσια, υπέρκομψα ντυμένα κάνουν ιππασία. Ο ευαίσθητος νέος Οδυσσέας Ελύτης συγκλονίζεται!

Ποιητής και πατριώτης, έχοντας πολεμήσει στην πρώτη ζώνη πυρός, έχοντας πονέσει για την πατρίδα του, έχοντας δει με τα μάτια του το άδικο σφιχταγκάλιασμα συνομηλίκων του με τον θάνατο -λίγο έλειψε να πεθάνει κι ο ίδιος- συνειδητοποιεί την κραυγαλέα αντίθεση και ταυτίζεται με το δράμα της πατρίδας του. Τον κάνει να καταλάβει ότι η μοίρα του ποιητή δεν μπορεί να είναι από τη μεριά του χρήματος και της εξουσίας. Κι αυτό γίνεται η μεγάλη αφορμή, το έναυσμα για ένα ποίημα «δέηση». Γεννιέται η ιδέα του «Aξιον Εστί». Eνα ποιητικό έργο σε μορφή εκκλησιαστικής λειτουργίας, μια εξιστόρηση του δράματος και των παθών του Ελληνισμού, ένας ύμνος στην Ελλάδα που θα χρειαστεί δέκα χρόνια για να ολοκληρωθεί. Και το οποίο έμελλε σαν μια σύγχρονη λειτουργία, χάρη στη θεία μουσική του Μίκη Θεοδωράκη και τις κατανυχτικές φωνές των Γρηγόρη Μπιθικώτση και Μάνου Κατράκη, να εμπνεύσουν έναν ολόκληρο λαό. Γιατί το «Aξιον Εστί» με το διάσημο ορατόριο του 1964, έτυχε αποδοχής μεγαλύτερης και από λαϊκά τραγούδια. Εγινε ένα εμβατήριο εθνικής ανάτασης! Κορύφωση μιας πορείας ενός ποιητή που είχε ξεκινήσει από τον ελληνοκεντρισμό, που τον εγκατέλειψε για χάρη του υπερρεαλισμού, αλλά που τελικά πάντα σε αυτόν επέστρεφε. Προσκολλημένος σε μια μεγάλη παράδοση, όχι στείρου εθνικισμού αλλά της βεβαιότητας μιας σπουδαίας πολιτισμικής συνέχειας, μεγάλης οικουμενικής πνευματικής σημασίας. Μια βεβαιότητα που έγινε για τον ίδιο φόρμα, ύφος και ήθος - καλλιτεχνικό και οντολογικό.

Γεννημένος το 1911 στο Ηράκλειο της Κρήτης, το τελευταίο από τα έξι παιδιά του Παναγιώτη Αλεπουδέλη, σαπωνοποιού με καταγωγή από τη Λέσβο, όπως και η μητέρα του Μαρία, το γένος Βρανά. Ο πατέρας μεταφέρει το εργοστάσιό του το 1914 στον Πειραιά, όπου ως φανατικός βενιζελικός, μετά την πτώση του Κρητικού πολιτικού το ‘20, υπομένει ουκ ολίγες πολιτικές διώξεις. Ο ποιητής δεν θα ξεχνούσε ποτέ ότι σε ηλικία δώδεκα ετών, όταν επισκέφτηκαν τη Λοζάνη της Ελβετίας όπου σπούδαζαν τα αδέλφια του, σε μια τους συνάντηση με τον Βενιζέλο τού κρατούσε το χέρι όσο αυτός μιλούσε με τους γονείς του.
Ποιήματα γράφει με ψευδώνυμο από παιδί, στη «Διάπλαση των παίδων». Δεινός αθλητής, μέχρι που μια αδενοπάθεια στα δεκαέξι του τον καθηλώνει στο κρεβάτι για τρεις μήνες. Στρέφεται κι αφοσιώνεται οριστικά στη λογοτεχνία. Το 1928, που τελειώνει τη δευτεροβάθμια εκπαίδευσή του, δέχεται πιέσεις από την οικογένειά του να σπουδάσει χημεία ώστε να μπορέσει να ενταχθεί στην επιχείρησή τους, αλλά ο ίδιος αντιστέκεται σθεναρά. Σε αντάλλαγμα, μπαίνει στη Νομική Σχολή Αθηνών. Εκεί το 1933 γίνεται μέλος ενός πολύ ξεχωριστού κύκλου. Ως εκπρόσωπος φοιτητών συμμετέχει στα «Συμπόσια του Σαββάτου» της «Ιδεοκρατικής Φιλοσοφικής Ομάδας» των Κ. Τσάτσου, Π. Κανελλόπουλου, Ι. Θεοδωρακόπουλου και Ι. Συκουτρή, βάζοντας έτσι τις βάσεις για ένα λαμπρό μέλλον τόσο στον χώρο της διανόησης όσο και της λογοτεχνικής αναζήτησης.
Πνευματικό παιδί της γενιάς του ’30, αναζητά τη μαγεία της ελληνικής κληρονομιάς όπου μπορεί να τη διακρίνει. Εικοσάχρονος φοιτητής, διασχίζει με μια Σεβρολέ την Ελλάδα που τον εκπλήσσει σε κάθε της έκφανση. Κάτω από το λιοπύρι, κάτω από τον καταγάλανο ουρανό και στη γενεσιουργό δύναμη του Αιγαίου ανακαλύπτει το υλικό και τα σύμβολα με τα οποία θα αναμετριόταν, σύντομα, στο έργο του. Συνδέεται φιλικά με τον Ανδρέα Εμπειρίκο, με τον οποίο ταξιδεύει στην πατρίδα των γονιών του, τη Λέσβο, όπου δεν αφήνουν καφενείο, καπηλειό, σπίτι σε αναζήτηση έργων του Θεόφιλου. Χάρη σε αυτό το ταξίδι θα γράψει αργότερα το περίφημο δοκίμιο για τον μεγάλο λαϊκό ζωγράφο, αλλά κυρίως, χάρη στη στενή του φιλία με τον «πατέρα» του ελληνικού υπερρεαλισμού, ανανεώνει τη σχέση του με τον ποιητικό λόγο. Του ανοίγονται νέες προοπτικές στην έκφραση, νέες αισθητικές ανησυχίες.
Ο Κατσίμπαλης και ο Σεφέρης είναι οι πρώτοι που τον πείθουν ότι έχει κατακτήσει προσωπικό στυλ και τον ωθούν στην πρώτη του δημοσίευση ποιημάτων του τον Νοέμβριο του 1935 στο λογοτεχνικό περιοδικό «Νέα Γράμματα». Με το όνομα Οδυσσέας Ελύτης, γεννιέται ένας νέος ποιητής και οι πρώτοι του στοίχοι, «Ο έρωτας, το αρχιπέλαγος», είναι σαν να καθόριζαν ολόκληρο το μετέπειτα του έργο. Ολη του η ποίηση στο μέλλον θα ξεχειλίζει από Αιγαίο και έρωτα, ενώ παράλληλα για πάρα πολλά χρόνια μετεωρίζεται μεταξύ ελληνικότητας και ευρωπαϊκής σκέψης, μεταξύ υπερρεαλισμού και λυρισμού. Αλλωστε ποτέ δεν έκρυψε τη λατρεία του για τον Σολωμό, τον οποίο θεωρούσε τον «μεγάλο του δάσκαλο», και τον Κάλβο.
Το 1936 στο πλαίσιο της Α’ Διεθνούς Υπερρεαλιστικής Εκθεσης Αθηνών εκδηλώνει μια άλλη του αγάπη και δραστηριότητα, τη ζωγραφική σύνθεση μέσω του κολάζ, που αργότερα ονόμασε «συνεικόνες».

Το 1939 εκδίδει την πρώτη του συλλογή «Προσανατολισμοί» και εντάσσεται ως ανθυπολοχαγός στη Διοίκηση Στρατηγείου Α’ Σώματος Στρατού, ιδιότητα με την οποία πολεμά το ’40 στο αλβανικό μέτωπο. Κινδυνεύει να πεθάνει όταν προσβάλλεται από σοβαρό κρούσμα κοιλιακού τύφου και μεταφέρεται στο Νοσοκομείο Ιωαννίνων. Ενα περιστατικό που τον στιγματίζει. Εν μέσω Κατοχής, τον Νοέμβριο του 1943, τυπώνει σε έξι χιλιάδες αντίτυπα το έργο «Ο Ηλιος ο πρώτος» μαζί με τις «Παραλλαγές πάνω σε μια αχτίδα», έναν ύμνο στη χαρά της ζωής! Με την απελευθέρωση δημοσιεύει το «Ασμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο Ανθυπολοχαγό της Αλβανίας» αποτίοντας φόρο τιμής σε αυτούς που αγωνίστηκαν και έδωσαν τη ζωή τους στην Πίνδο. Πρόκειται για ένα από τα πιο βιωματικά του έργα, γραμμένο σαν δημοτικό μοιρολόγι σε ελεύθερο και δεκαπεντασύλλαβο στίχο, αλλά και με υπερρεαλιστικά στοιχεία.
Για ένα μικρό διάστημα γίνεται διευθυντής προγράμματος του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας, ενώ κρατά στήλη τεχνοκριτικού στην Καθημερινή. Στο Παρίσι παρακολουθεί μαθήματα φιλοσοφίας στη Σορβόνη. Οταν, το 1948, γίνεται ιδρυτικό μέλος της Association Internationale des Critiques d’ Art, γνωρίζει τον πάπα του σουρεαλισμού Αντρέ Μπρετόν, το πνευματικό του ίνδαλμα Πολ Ελιάρ, τον Καμί, τον ντανταϊστή Τριστάν Τζαρά, και χάρη στον Ελληνα τεχνοκριτικό Ε.Τεριάντ, τους Μιρό, Ματίς, Σαγκάλ, Τζιακομέτι και Πικάσο.
Αφού πρώτα επισκέπτεται τη φρανκική Ισπανία, για χάρη του αγαπημένου του Λόρκα (που είχε ήδη μεταφράσει και δημοσιεύσει στα ελληνικά), η διετία ’50-,51 τον βρίσκει στο Λονδίνο να συνεργάζεται με το ελληνικό τμήμα του BBC. Εκείνη ακριβώς την εποχή επεξεργάζεται το «Αξιον Εστί», το οποίο θα εκδοθεί το 1960, αποσπώντας το Α’ Κρατικό Βραβείο Ποίησης.
Ο Κωνσταντίνος τού απονέμει το 1965 το παράσημο του «Ταξίαρχου του Φοίνικος» αλλά στη συνείδηση του ελληνικού λαού είναι, πάνω απ’ όλα, ο εκφραστής του ελληνισμού. Λογοπλάστης μοναδικός, ηδονοθήρας των λέξεων, ευδαιμονιστής, ταξιδιώτης, πολυγραφότατος ποιητής πάνω απ’ όλα, στη συλλογή δοκιμίων του «Ανοιχτά Χαρτιά» παραθέτει, σε πρώτο πρόσωπο, όλη του την προσωπική μυθολογία, αναλύει όλη του τη σχέση με την πρωτοπορία και την παράδοση.
Στη διάρκεια της δικτατορίας απέχει από κάθε δημόσια εκδήλωση και ζει τον Μάη του ’68 από κοντά καθώς βρίσκεται εκείνη την εποχή στο Παρίσι ?όπως άλλωστε όλη η ελληνική αστική τάξη με πολιτικές ανησυχίες. Εκεί, επηρεασμένος από τα σύγχρονα πνευματικά ρεύματα και κινήματα, ωριμάζει, αλλάζει τρόπο σκέψης, αποτιμά τη ζωή του και την ποίησή του, σταδιακά στρέφεται σε έναν νεο-ιδεαλισμό, στοιχεία που φαίνονται εμφατικά στη «Μαρία Νεφέλη» του 1978, έργο με το οποίο κάνει σαφή στροφή ύφους και περιεχομένου. Το ενδιαφέρον του μετατίθεται σε φιλοσοφικά και υπαρξιακά ζητήματα, κι όλες του οι συλλογές από τότε και εις στο εξής («Τρία ποιήματα με σημαία ευκαιρίας», «Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου», «Ο μικρός ναυτίλος») χαρακτηρίζονται από εσωστρέφεια και ερμητικότητα.
Το 1974 δέχεται πρόταση από τον στενό του φίλο Κωνσταντίνο Καραμανλή να συμμετάσχει ως βουλευτής Επικρατείας στην πρώτη μεταπολιτευτική Βουλή, κάτι που απορρίπτει, αλλά δέχεται τη θέση του προέδρου του διοικητικού συμβουλίου του ΕΙΡΤ. Αρνείται να γίνει μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, αλλά το 1979 κατακτά τη σημαντικότερη διεθνή διάκριση που υπάρχει για λογοτέχνη. Του απονέμεται το βραβείο Νομπέλ Λογοτεχνίας και γίνεται ο ίδιος διάσημος και η σύγχρονη ελληνική ποίηση παγκοσμίως αναθεωρεί τη θέση της στον χάρτη των μεγάλων δημιουργών.
Ο κύκλος για τον σπουδαίο αυτόν ποιητή κλείνει στις 18 Μαρτίου του 1995. Πεθαίνει στο σπίτι του στην Αθήνα από ανακοπή καρδιάς. Μέχρι και την τελευταία στιγμή δεν παύει να γράφει και να προσφέρει στην ελληνική γραμματεία έργο υψηλού πνευματικού φρονήματος.

ΕΙΠΕ:
«Να γιατί γράφω. Γιατί η ποίηση αρχίζει από εκεί που την τελευταία λέξη δεν την έχει ο θάνατος. Είναι η λήξη μιας ζωής και η έναρξη μιας άλλης, που είναι η ίδια με την πρώτη αλλά που πάει πολύ βαθιά, ως το ακρότατο σημείο που μπόρεσε ν’ ανιχνεύσει η ψυχή, στα σύνορα των αντιθέτων, εκεί που ο Ηλιος κι ο Αδης αγγίζονται. Η ατελεύτητη φορά προς το φως το Φυσικό, που είναι ο Λόγος, και το φως το Ακτιστον, που είναι ο Θεός. Γι’ αυτό γράφω. Γιατί με γοητεύει να υπακούω σ’ αυτόν που δε γνωρίζω, που είναι ο εαυτός μου ολάκερος, όχι ο μισός ? που ανεβοκατεβαίνει τους δρόμους και "φέρεται εγγεγραμμένος στα μητρώα αρρένων του Δήμου"» Οδυσσέας Ελύτης.