Τρίτη 8 Δεκεμβρίου 2009

Μίκης, Κατράκης, Ρίτσος και Ελύτης. Η περιπέτεια μιας σχέσης


Η συνύπαρξή τους θεωρείται πια θεμελιακή μέσα στην πορεία του ελληνικού τραγουδιού... Κι όμως... Θαρρείς και πάντα κάτι «συνωμοτούσε» ενάντια στη συνεργασία τους, όταν αυτή δρομολογούνταν.

Την πρώτη φορά που ο Μίκης Θεοδωράκης αποφάσισε να παρουσιάσει μελοποιημένο ένα έργο του Οδυσσέα Ελύτη, η δισκογραφική εταιρεία στην οποία ανήκε τότε αρνήθηκε αρχικά να το ηχογραφήσει ως «πολυέξοδο» και άρα «ζημιογόνο». Ο ένας εκ των δύο τραγουδιστών στους οποίους απευθύνθηκε για να τραγουδήσουν, αρνήθηκε επίσης. Η διανόηση της εποχής έπεισε ακόμα και τον Ελύτη για την «αποτυχία» του αποτελέσματος.

Τέλος, οι διοργανωτές του Φεστιβάλ Αθηνών αρνήθηκαν την παρουσίαση του έργου στο Ηρώδειο, γιατί με την παρουσία λαϊκού τραγουδιστή «διακυβεύεται το γόητρο του θεσμού». Υστερα απ' όλες αυτές τις δυσκολίες, μπήκε στη ζωή των νεοελλήνων το «Αξιον Εστί»... Το οποίο για να «χρυσωθεί» με βάση την κυκλοφορία του -50 χιλιάδες αντίτυπα, τότε- χρειάστηκε να περάσουν... 14 χρόνια.

Στο μεταξύ, Θεοδωράκης και Ελύτης είχαν επιχειρήσει δύο ακόμα συνεργασίες... Ενώ η πρώτη βρισκόταν στο στάδιο της υλοποίησης, κηρύχτηκε η δικτατορία. Ο Θεοδωράκης άκουσε για πρώτη φορά τα τραγούδια του από την τραγουδίστρια για την οποία προορίζονταν, κρυμμένος σ' ένα σπίτι που εκείνη πήγε σαν επισκέπτρια... Αυτή είναι η αρχή της ιστορίας του «Ρομανσέρο Χιτάνο».

Αρχές του '70, Θεοδωράκης και Ελύτης θα ξαναβρεθούν στο εξωτερικό πλέον, και ο ποιητής θα «υποσχεθεί» στον συνθέτη ένα «νέο Αξιον Εστί»... Λίγο μετά όμως, εκείνος θα επιστρέψει στην Ελλάδα και η επικοινωνία μεταξύ τους θα διακοπεί.

«Ημουν υποχρεωμένος να προσκρούω σε ηλιθιότητες»

Το τελευταίο δημόσιο κείμενο του Οδυσσέα Ελύτη πριν από το θάνατό του αφορά τον Μίκη Θεοδωράκη και τη συνεργασία τους. «Στις δέκα φουρτούνες μια μόνο υπάρχει περίπτωση να σε σώσει από πιθανό ναυάγιο. Χρειάζεται χέρι επιτήδειο που να ξέρει να βουτήξει μες στην καταιγίδα και να τραβήξει έξω το ευπαθές πουλί. Είναι πάνω σε μια τέτοια στιγμή ακριβώς, που άπλωσε το χέρι του απ' το Παρίσι ο Μίκης Θεοδωράκης για να ανασύρει το νεογέννητο "Αξιον Εστί" και να του δώσει μια δική του μουσική έκφραση», γράφει ο ποιητής στις 11 Νοεμβρίου του 1995, σ' ένα κείμενο που προορίζεται για ένα τεύχος του περιοδικού «Ελίτροχος», αφιερωμένο στα 70 χρόνια του Μίκη Θεοδωράκη. Προφανώς, αναλογιζόμενος τις περιπέτειες του έργου, από την ώρα που πρωτοεκδόθηκε ως ποιητική συλλογή, μέχρι τη στιγμή που κατάφερε να γίνει εθνικό τραγούδι των Ελλήνων... Γιατί βέβαια, όταν το 1960 εκδίδεται για πρώτη φορά η ποιητική συλλογή «Αξιον Εστί», μπορεί ο Ελύτης να διανύει ήδη την τρίτη δεκαετία της πορείας του στην ποίηση, αλλ' αυτό δεν σημαίνει ότι έχει εξασφαλίσει το απυρόβλητο...

«Θα έπρεπε να κρατώ ημερολόγιο για να βλέπανε κάποτε οι άνθρωποι -αν τα πράγματα αλλάξουν -τι τραβούσε ένας ποιητής το 1960, όταν έβγαζε κάτι που δεν έμοιαζε με τα άλλα, σε τι ηλιθιότητες ήταν υποχρεωμένος να προσκρούσει!», γράφει σε επιστολή του στον ποιητή Νάνο Βαλαωρίτη το Μάρτιο εκείνης της χρονιάς, φανερά πικραμένος από την πρώτη αντιμετώπιση του νέου ποιητικού του έργου από τη διανόηση της εποχής. Και, παρακάτω, γίνεται πιο συγκεκριμένος: «Οι παλιοί και γνωστοί μας εκεί που κοπανούσανε το τροπάριο ότι δεν έχω περιεχόμενο, ότι είμαι αποκλειστικά λυρικός, ότι είμαι υπεύθυνος που έχασε όλη η ποίηση η μοντέρνα τη στερεότητά της, τώρα δυσανασχετούν: εγκεφαλικός έγινε ο Ελύτης και φορμαλιστής, και τι θέλει κι ανακατεύεται με άλλα προβλήματα, αχ τι καλός τραγουδιστής που ήτανε, κρίμα!».

Μέσα σ' αυτό το κλίμα ο Ελύτης θα συναντήσει τον Θεοδωράκη στο «όρθιο» του «Λουμίδη», και σύμφωνα με μαρτυρία του συνθέτη, θα του εκφράσει την εκτίμησή του για τον «Επιτάφιο» που έχει ήδη παρουσιάσει μελοποιημένο εκείνος και θα ζητήσει να του στείλει το «έργο της ζωής» του, γιατί «κάτι τού λέει ότι θα τον εμπνεύσει». Ενα μήνα μετά, το «Αξιον Εστί» θα φτάσει στο σπίτι του Θεοδωράκη στο Παρίσι... Ο συνθέτης θα μελοποιήσει όλο το έργο «μέσα σε μια βδομάδα», αλλά θα κάνει πολύ περισσότερο- σχεδόν τρία χρόνια- για να αποφασίσει τη μορφή που ήθελε τελικά να του δώσει αλλά και την ενορχήστρωσή του. Μέσα από την αγωνία του να βρει τις ισορροπίες ανάμεσα στην «ανωριμότητα του κόσμου απέναντι στο συμφωνικό ήχο» αλλά και στην ανάγκη -του ίδιου αλλά και του ποιητικού έργου- να βρει μια πιο σύνθετη φόρμα απ' αυτήν του λαϊκού τραγουδιού, θα οδηγηθεί στην παράλληλη χρήση λαϊκού τραγουδιστή, ψάλτη, χορωδίας, λαϊκής και συμφωνικής ορχήστρας...

Σ' αυτό το διάστημα, ποιητής και συνθέτης θα βρεθούν κοντά με δυο άλλες αφορμές... Πρώτα ο Ελύτης θα γράψει στίχους σε μια παλιότερη μελωδία του Θεοδωράκη και θα προκύψει το τραγούδι «Ανάμεσα Σύρο και Τζιά» που θα μπει στο «Αρχιπέλαγος» και ύστερα θα δώσει στο Θεοδωράκη τα εφτά ποιήματα που θα αποτελέσουν τον κύκλο «Μικρές Κυκλάδες» που θα κυκλοφορήσουν σε δύο διαφορετικές εκτελέσεις στις αρχές του 1964.

Οταν όμως ο συνθέτης θα προτείνει την ηχογράφηση του «Αξιον Εστί» με τη μορφή που το έχει σχεδιάσει στην «Κολούμπια» του Τάκη Λαμπρόπουλου με την οποία συνεργάζεται τότε, η εταιρεία θα αποκλείσει ένα τέτοιο ενδεχόμενο, γιατί «αφενός το κόστος από το δέκα θα φτάσει στο εκατό» και «τι θα πουλήσουμε και τι θα βγάλουμε;» και αφετέρου «θα δημιουργηθεί προηγούμενο» και ίσως κι άλλοι συνθέτες να ζητήσουν κάτι ανάλογο.

Ο Θεοδωράκης θα «κερδίσει» την ηχογράφηση, εκμεταλλευόμενος έναν όρο του συμβολαίου του που υποχρέωνε την εταιρεία να παρουσιάζει κάθε χρόνο ένα συμφωνικό του έργο. Αλλά και πάλι... Ο Στέλιος Καζαντζίδης για τον οποίο προορίζονταν αρχικά ο «ρόλος» του ψάλτη, θα αρνηθεί να συμμετέχει... Και ακόμα, καθώς δεν υπάρχει δισκογραφικό στούντιο για ηχογραφήσεις πολυπληθών σχημάτων, για τις ανάγκες του έργου θα «επιστρατευτεί» ένα κινηματογραφικό πλατό, όπου ο συντονισμός των χορωδών μεταξύ τους αλλά και με το τεχνικό προσωπικό θα είναι σχεδόν ανέφικτος και αυτό θα μετρήσει στο τελικό αποτέλεσμα. Οταν το δείγμα του δίσκου θα φτάσει στο «ιερατείο» του «Φλόκα» -όπως αποκαλεί ο Θεοδωράκης την παρέα διανοουμένων του Ελύτη- η πλειοψηφία θα επηρεάσει ακόμα και τον ποιητή, ότι «θα ντροπιαστεί αν το βγάλει αυτό».

Αντιδράσεις για τον Μπιθικώτση

Για να βγει ο δίσκος, ο Θεοδωράκης θα χρειαστεί να επικαλεστεί την πεποίθησή του ότι «ένα έργο καρδιάς θα το πιάσει ο κόσμος, ανεξάρτητα από τα λάθη του», αλλά ακόμα και τις δικαστικές παραμέτρους του συμβολαίου. Οι «περιπέτειες» του έργου κατά την πρώτη του έκδοση θα ολοκληρωθούν με τη διαμάχη διοργανωτών του Φεστιβάλ Αθηνών, τύπου της εποχής και Θεοδωράκη - Ελύτη, μπροστά στο ενδεχόμενο της παρουσίασης του έργου στο Ηρώδειο, το καλοκαίρι του 1964. Υπεύθυνοι και τύπος αντιδρούν στην παρουσία του Γρηγόρη Μπιθικώτση στο Ηρώδειο και οι δυο δημιουργοί αποσύρουν το έργο προσβεβλημένοι, καταγγέλλοντας σε σχετική επιστολή «το κενό ορισμένων εγκεφάλων που δυστυχώς η κυβέρνηση έθεσε επικεφαλής θεσμών καίριων για το παρόν και το μέλλον της ελληνικής τέχνης». Το «Αξιον Εστί» θα παρουσιαστεί πρώτη φορά δημόσια τον Οκτώβρη εκείνης της χρονιάς, στη σκηνή του «Ρεξ»...

Αν, όμως, «εξωγενείς» παράγοντες δεν κατάφεραν να αλλάξουν το δρόμο του «Αξιον Εστί», στις δυο επόμενες προσπάθειες για συνύπαρξη του Θεοδωράκη με τον Ελύτη, τα πράγματα κύλησαν αλλιώς... Στις αρχές του 1967, με μεσολάβηση του Αλέκου Πατσιφά, ο Ελύτης έχει μεταφέρει στα ελληνικά εφτά τραγούδια του Λόρκα από τη συλλογή «Ρομανσέρο Χιτάνο», ο Θεοδωράκης τα έχει μελοποιήσει και ετοιμάζεται η ηχογράφησή τους με την Αρλέτα. Αλλά τους προλαβαίνει η δικτατορία... Μια απίστευτη σύμπτωση... Ο Θεοδωράκης ακούει για πρώτη φορά τα τραγούδια του «Ρομανσέρο» από την Αρλέτα, καθώς εκείνη, ανυποψίαστη τα παίζει στη Ρηνιώ Παπανικόλα - στο σπίτι της οποίας κρύβεται τότε ο συνθέτης. Η τραγουδίστρια, αντί να ηχογραφήσει το «Ρομανσέρο», γίνεται ο κομιστής των πρώτων αντιστασιακών μηνυμάτων του Θεοδωράκη... Τα τραγούδια -σαφώς επηρεασμένα από το «επικό» κλίμα της εποχής- θα ηχογραφηθούν τελικά για πρώτη φορά με τη Μαρία Φαραντούρη, στο εξωτερικό. Εκεί θα ξεκινήσει -και θα ματαιωθεί- μια ακόμα συνεργασία του Μίκη Θεοδωράκη με τον Ελύτη. Θυμάται σχετικά ο συνθέτης: «Οταν έφυγα για πρώτη φορά έξω, ένα από τα πρώτα πράγματα που θυμάμαι είναι μια... συνωμοσία που έγινε από φίλους μου που ήξεραν πόσο ήθελα να κάνω κάτι καινούργιο...

Με πήρε ο Νίκος ο Κούνδουρος και πήγα σ' ένα γεύμα στο σπίτι της Μαργαρίτας Λυμπεράκη, όπου ήταν και ο Βασίλης Διαμαντόπουλος με τη Μαρία Αλκαίου και ο Ελύτης. Στη διάρκεια του φαγητού ήταν φανερό ότι όλοι κάτι "συνωμοτούσαν" κι όταν τελειώσαμε μου ανήγγειλε ο Ελύτης ότι "έγραψα ένα νέο Αξιον Εστί" για σένα. Ηταν το "Μονόγραμμα"... Μου λέει - ήταν άνοιξη - "θα πάω το καλοκαίρι στην Κύπρο να το συμπληρώσω και μόλις γυρίσω θα σ' το δώσω". Δεν μου το έδωσε γιατί, αμέσως μετά, γύρισε στην Ελλάδα».
Το «Μονόγραμμα» θα μελοποιήσει αλλά και θα ηχογραφήσει το 1983 ο Γιάννης Ζουγανέλης, όμως ο δίσκος δεν θα εκδοθεί, καθώς ο ποιητής δεν θα δώσει την έγκρισή του... Και μόνο δυο χρόνια μετά το θάνατο του ποιητή, τον Οκτώβριο του 1998, με τη συνεργασία της συντρόφου του ποιητή Ιουλίτας Ηλιοπούλου, θα κυκλοφορήσει ένας δίσκος όπου ο Μίκης Θεοδωράκης θα απαγγείλει το «Μονόγραμμα», με συνοδεία το δικό του «Αντάτζιο»...
Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΤΣΑΜΠΡΑ Αναδημοσίευση από την "Ελευθεροτυπία"

Οδυσσέας Ελύτης - Ναοί στο σχήμα τ' ουρανού.


Want to Subscribe?
Sign In or Sign Up now!
Απόσπασμα από το αρχείο Γιώργου και Ηρούς Σγουράκη. Εκπομπή "Προσωπικά δεδομένα" του Κώστα Μαρδά

Δευτέρα 28 Σεπτεμβρίου 2009

Ελύτης - Λίγες επισημάνσεις για τη ποιητική του δημιουργία. Άρθρο της Ευθυμίας Δ. Σκαπέτη.


O Ελύτης, το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Αλεπουδέλη, γεννήθηκε στην Κρήτη. Δραστήριο και ανήσυχο πνεύμα, όπως και σώμα, μας έδωσε μια μεγάλη παραγωγή τόσο πρωτότυπου λογοτεχνικού λόγου, πεζού και ποιητικού, όσο και μεταφραστικού.
Το έργο του και πιο συγκεκριμένα η ποιητική του δημιουργία, θα μπορούσαμε να αναφέρουμε ότι διακρίνεται από κάποια χαρακτηριστικά ως προς τη γλώσσα, το ύφος και τη στιχουργική. Αυτά τα στοιχεία μαζί με το στοιχείο της "ελληνικότητας" της ποίησής του αποδίδουν τόσο τη λογοτεχνική ταυτότητα του Ελύτη όσο και τους λόγους για τους οποίους αγαπήθηκε και τιμήθηκε με το Νόμπελ Ποίησης στη Στοκχόλμη το 1979.
Ξεκινώντας από την ποιητική του γλώσσα, αυτή θα μπορούσαμε να πούμε ότι διακρίνεται από τα εξής βασικά χαρακτηριστικά:
- Επίδραση του λόγου των επών του Ομήρου, κυρίως στα λεγόμενα λυρικά μέρη του.- Επίδραση της αρχαίας ελληνικής λυρικής ποίησης, την οποία έχει γνωρίσει από την παιδική ηλικία.- Επίδραση της νεώτερης ελληνικής λυρικής ποίησης, του Σολωμού, του Κάλβου και του Καβάφη, αλλά και των σύγχρονης νοοτροπίας Γάλλων ποιητών Paul Eluard και Perre Jean Jouve, οι οποίοι, όπως ομολογεί ο ίδιος ο ποιητής στα "Ανοιχτά χαρτιά" "… μ’ ανάγκασαν να προσέξω και αδίστακτα να παραδεχτώ τις δυνατότητες που παρουσίαζε, στην ουσία της ελεύθερης ενάσκησής της, η λυρική ποίηση".
- Επίδραση του λόγου του Μακρυγιάννη, που χαρακτηρίζεται κυρίως για τη λιτότητα, την απλότητα, την αυθεντικότητα, τη γνησιότητα.
- Επίσης, επίδραση από τις λαϊκές διηγήσεις.
- Επίδραση από το λόγο του Ευαγγελίου.
- Επίδραση από τη Βυζαντινή υμνογραφία, που φαίνεται από τον εσωτερικό και εξωτερικό ρυθμό των ποιημάτων του.
- Ακόμα μια πηγή επίδρασης είναι η Δημοτική ποίηση και τα Δημοτικά τραγούδια, τα οποία έχουν αφήσει ρυθμικά ίχνη.
- Η επίδραση που άσκησε το κίνημα του υπερρεαλισμού, που κυριαρχούσε εκείνη την εποχή, με βασικό χαρακτηριστικό ότι κινείται ανάμεσα στην αλήθεια και τη φαντασία.
Ο υπερρεαλισμός γίνεται γνωστός στον Ελύτη από τον Εμπειρίκο και την "Υψικάμινο", με τον οποίο σχετίζεται, όπως έχει επαφές και με γνωστούς ξένους υπερρεαλιστές λογοτέχνες όταν βρίσκεται στο Παρίσι, όπως ο Αντρέ Μπρετόν, ο οποίος έγραψε και το "Μανιφέστο του Υπερρεαλισμού", ο Paul Eluard και ο Perre Jean Jouve, ο P. Reverdy, ο A. Camus, ο G. Unga-retti, ο R. Char.
Το ύφος της ποίησης του Ελύτη έχει πολυσύνθετη μορφή και θα μπορούσε να χαρακτηριστεί συγχρόνως λιτό και εκφραστικό, έντονα συναισθηματικό, περιγραφικό, γεμάτο σχήματα λόγου και εικόνες, μεταφορικό και ρεαλιστικό συγχρόνως, όλα αυτά τα οποία δίνουν μια διάθεση ανάγλυφη και παραστατική. Με σιγουριά θα μπορούσαμε να το αποκαλέσουμε τολμηρό και πρωτότυπο από τον ασυνήθιστο συνδυασμό λέξεων και εννοιών με γνώμονα τη φαντασία και το όνειρο, που όταν το επιθυμεί ο ποιητής η ποίησή του μεταφέρεται σε ένα επίπεδο μεταφυσικό, θρησκευτικό, υπερκόσμιο. Επίσης, όλα τα παραπάνω αναδεικνύουν μια δυναμικότητα τόσο στο ύφος όσο και στο λόγο και την έκφραση, μια δυναμική με ηθικό αντίκρισμα μέσα από το προσεγμένο και λογικά ελεγχόμενο ποιητικό λόγο, ο οποίος χρησιμοποιεί το φανταστικό και το ονειρικό στοιχείο χωρίς να παραδίδεται απόλυτα σ’ αυτό. Μπορεί και το ελέγχει ώστε να γίνει μέσο έκφρασης με νόημα και όχι απλή συναισθηματική και πνευματική αποφόρτιση. Επιπλέον, τα στοιχεία αυτά παραπέμπουν και σε άλλες μορφές τέχνης που επηρεάστηκαν από τον υπερρεαλισμό, όπως η ζωγραφική.
Η στιχουργική και η μετρική διακρίνονται από τη χρήση μετρικών μορφών και ομοιοκαταληξιών. Ο ελεύθερος μορφικά στίχος και η στροφική οργάνωσή του ακολουθούν περισσότερο κανόνες εσωτερικού ρυθμού και μουσικότητας, απόδειξη μιας νεωτερικής ποιητικής προσέγγισης και απόδοσης που συνδυάζει τολμηρά την παράδοση της βυζαντινής υμνογραφίας και του δημοτικού τραγουδιού με τη σύγχρονη τάση των νέων ρευμάτων του συμβολισμού, ας μην ξεχνάμε πως ο Ελύτης είχε επαφές με το Σεφέρη, και κυρίως του υπερρεαλισμού.Ο υπερρεαλιστικός τρόπος σύνθεσης της ποίησής του μέσα από την αίσθηση της φαντασίας και των τολμηρών συνδυασμών λέξεων συνταιριάζει με αρμονικό τρόπο εξωτερικές - αντικειμενικές αλήθειες, αλήθειες Φύσης και Ηθικής, φυσικής και ανθρώπινης, και μεταφυσικής και θρησκευτικής Πίστης, με εσωτερικές - υποκειμενικές σκέψεις, εμπειρίες, βιώματα και συναισθήματα, με την προσωπική στάση του ποιητή απέναντι σ’ όλα αυτά και με σαφείς αρχές ποιητικής δημιουργίας του ποιητή. Ο λόγος, συχνά ακατανόητος, προκαλεί τον αναγνώστη - ακροατή του να εισέλθει, να διαισθανθεί και να συναισθανθεί, να κατανοήσει ελεύθερα, αφήνοντας τη φαντασία του να γίνουν το φανέρωμα των ορατών και αοράτων αληθειών.
Το αίσθημα της ελευθερίας, της κριτικής σκέψης, της συμμετοχής στην ποιητική σύνθεση και δημιουργική ερμηνεία του ποιητή, είναι η αποκάλυψη του κόσμου του ποιητή, που προκαλεί αναγνώστες και ακροατές να προσεγγίσουν και να συμμεριστούν την νεοεκφραζόμενη σε μεθόδους και τεχνικές ποιητική του τέχνη, που βασίζεται από τη μια στην ελληνική παράδοση και φύση και από την άλλη στις εσωτερικές και μύχιες σκέψεις, αισθήματα, εμπειρίες και αντιλήψεις του Ελύτη.
Η ποίηση του Ελύτη είναι γεμάτη αίσθημα και ορθολογισμό, πάθος και λογική, αλλά κυρίως έρωτα και αγάπη, μια διαλεκτική ισορροπία όπου ο ποιητής ανακαλύπτει και αυτο - ανακαλύπτεται, αποκαλύπτει και αποκαλύπτεται προς τον εαυτό του, προς τους αναγνώστες του, προς τις πηγές έμπνευσής του και κυρίως προς την τέχνη την ποιητική μέσα από ποιητικούς διαύλους και διεργασίες.
Ο διάλογος και η επικοινωνία, η αλήθεια και το ανώτερο που αποζητά ο ποιητής, του φανερώνουν πρώτιστα τον ίδιο του τον εαυτό, δηλώνοντας τον τρόπο αντίληψης που έχει για την τέχνη της ποίησης, τις αρχές, τις αξίες, τους κανόνες, τις απολαύσεις, την ανάταση, τον αυτοπροσδιορισμό, τη δι - όραση μέσα από το φαινομενικό, όλα όσα μπορεί να προσφέρει η ενασχόληση με την τέχνη της ποίησης. Τα όρια κάθε που ξεπερνούν το κοσμικό και το καταληπτό επίπεδο εισέρχονται στο ακατάληπτο μεταφυσικό και υπερκόσμιο, που φαντάζει προσιτό μόνο πνευματικά.
Η ποίηση του Ελύτη, με βάση τα προηγούμενα, δίνει τη διττή δυνατότητα ανάδειξης των θέσεων του ποιητή. Από τη μια, μας επιτρέπεται να αναγνωρίζουμε τη θέση του ποιητή που έχει ο ίδιος για τον εαυτό του ως ανθρώπου και ως δημιουργού μέσα στη Δημιουργία, στον Κόσμο και τη θέση του πως ο άνθρωπος πρέπει να εναρμονίζεται τηρώντας το αρχαιοελληνικό "μέτρον" μέσα στον Κόσμο που τον περιβάλλει και να μην ξεχνά πως είναι αναπόσπαστο τμήμα του και οφείλει να υπακούει τους υπέρτατους αιώνιους κανόνες και νόμους της ζωής και της δημιουργίας. Ο Ελύτης αποζητά να ταυτοποιήσει και να συνειδητοποιήσει το συντονισμό του με τη συμπαντική αρμονία, το "μέρος" που ανήκει ενεργά και ελεύθερα στο "όλον". Αυτό στοχάζεται και αποπειράται να αποδώσει στο έργο του ακολουθώντας μια κλίμακα που αρχίζει από το απτό και ανατείνει στο πνευματικό. Με άλλα λόγια, η ποίησή του είναι μια πρόκληση, ένας ανοιχτός ορίζοντας. Μέσα από αυτή την οπτική του έργου του, η ποιητική του θεωρία προεκτείνεται και στην κοσμοθεωρία του Ελύτη μέσω της κοσμοθεώρησής του.Επίσης, βασικό στοιχείο είναι η Ελληνικότητα της ποίησης του Ελύτη, η αγάπη και η λατρεία του ελληνικού στοιχείου, η οποία πολυσύνθετα, όπως πολυσύνθετος είναι και ο ελληνισμός, πηγάζει από παντού και είναι διάχυτη.
Πηγάζει: - από τη λατρεία της ελληνικής γλώσσας και της αδιάσπαστης συνέχειας και ενότητάς της ανά τους αιώνες, από την αρχαιότητα μέχρι τη σύγχρονη εποχή, σε όλες της τις μορφές, από τις πιο λόγιες μέχρι τις πιο λαϊκές και δημοτικές. Ας θυμηθούμε τη ρήση "τη γλώσσα μου έδωσαν ελληνική", μια κληρονομιά
- χάρισμα που γιομίζει υπερηφάνεια και απαιτεί ανάλογο σεβασμό, αντιμετώπιση, αξιολόγηση και χειρισμό, μια αλήθεια τόσο απλά διατυπωμένη με ανάλογη δυναμικότητα.- από τη λατρεία της ελληνικής λογοτεχνίας και παράδοσης, που δηλώνεται κυρίως μέσα από επιρροές στους εκφραστικούς τρόπους και στη στιχουργική.
- από τη λατρεία της ελληνικής ψυχής, του ήθους και του πνεύματος, της ελληνικής ηθικής και των αιωνίων αρχών και αξιών, που διακατέχουν τον Έλληνα από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, αν και αυτό δεν είναι κάθε στιγμή ευκολοπροσδιόριστο με την πρώτη ματιά, όπως το "μέτρον", ο "έρωτας", η "αρμονία", ο "διάλογος", η "πίστις", η "ελευθερία", ο "ανθρωπισμός - ανθρωποκεντρισμός", ο "ορθολογισμός" και το "θεϊκό", το "κάλλος", το "αγαθόν".
- από τη λατρεία της χριστιανικής πίστης - Ορθοδοξίας.
- από τη λατρεία της ελληνικής φύσης, του ζωοδότη ελληνικού ήλιου και φωτός, της θάλασσας και της υπόλοιπης φύσης, που γεννούν αισθήματα ζωντάνιας, αισιοδοξίας και χαράς, έρωτα, ο οποίος λειτουργεί ως δημιουργική και ζωογόνος δύναμη πληρότητας, ευτυχίας. Ένας ήλιος που φωτίζει και αποκαλύπτει αλήθειες αιώνιες, αρκεί να τον σεβαστείς.- από τη λατρεία του ελληνικού πολιτισμού και όλων των παραμέτρων που τον συνυφαίνουν και του αποδίδουν την τιμή του ξεχωριστού, με την έννοια της δημιουργίας, της ελευθερίας, του ανθρωπισμού, της προσφοράς, επιτεύγματα αληθινά θαυμαστά.
- από τη λατρεία της ελληνικής ιστορίας, των μεγάλων και λαμπρών επιτυχιών και δύσκολων στιγμών, έτσι όπως η αντικειμενικότητα φιλτράρεται μέσα από την προσωπική
- υποκειμενική εμπειρία του γεγονότος.
Ολοκληρώνοντας αυτές τις λίγες επισημάνσεις για την ποιητική δημιουργία του Ελύτη, μπορούμε να συνοψίσουμε πως ο ποιητής "του ήλιου" είναι ένα τεχνίτης του λόγου, ένας αληθινός λογοτέχνης - καλλιτέχνης. Η ποίησή του σου αφήνει μια αίσθηση γλυκύτητας, που απορρέει από το συνδυασμό του λυρισμού, της τρυφερότητας, της συγκίνησης, της ευαισθησίας και της μουσικότητας, και του επικού, της δύναμης, της δημιουργίας, της ηθικής δράσης και του διαλόγου. Είναι μια ευχάριστη έκπληξη που σε τιμά.

Σκαπέτη Δ. Ευθυμία.

Δευτέρα 21 Σεπτεμβρίου 2009

ΕΙΠΑΝ, ΕΓΡΑΨΑΝ ΓΙΑ ΤΟΝ ΟΔΥΣΣΕΑ ΕΛΥΤΗ:

« […] Η ποίηση του Ελύτη είναι τόσο αληθινή, έχει τόση δική της ύπαρξη, ώστε, πολλές φορές, όταν μας δίνει μια εικόνα και την παραβάλλουμε με μια ανάλογή της από την πραγματικότητα, η τελευταία μας φαίνεται ψεύτικη. Εδώ η ποίηση ούτε αντιγράφει, ούτε μιμείται, ούτε εξωραΐζει τη φύση. Δημιουργεί ένα δικό της κόσμο, όπου όλα είναι όνειρο ή οπτασία, όπου η πραγματικότητα χάνεται κι η ζωή ξεντύνεται τα ρούχα που της φόρεσαν οι άγγελοι για να παρουσιαστεί γυμνή, όπως την έκαναν τα χέρια του δημιουργού της. […] ‘Ω νεότητα / Πληρωμή του ήλιου / Αιμάτινη στιγμή / που αχρηστεύει το θάνατο.’ Όταν ένας ποιητής έχει τέτοιους στίχους, ξεφεύγει εντελώς από τις προσωρινές και συμβατικές σχολές και γίνεται κλασικός, έστω κι αν είναι εικοσιτριών χρόνων.»

Μήτσος Παπανικολάου, Νεοελληνικά Γράμματα, αρ. 72, 16.4.1938

« […] Καιρός να κοιτάξουμε εισαγωγικά ‘Το Άξιον Εστί’ και να επιχειρήσουμε μια πρώτη περιγραφή του. Ένας τρόπος –από τα γνωστά στο άγνωστο– είναι η συσχέτιση με συγγενικά έργα της ποίησής μας (συσχέτιση που θα έπρεπε ίσως να προεκταθεί, άλλη ώρα, και σε ξένα ποιητικά έργα, πράγμα που επιχείρησε ήδη, αναφορικά με τον Σαιντ-Τζων Περς, ο ποιητής Θ. Δ. Φραγκόπουλος): με τους ‘Ελεύθερους Πολιορκισμένους’, με τον ‘Δωδεκάλογο του Γύφτου’ και με τον ‘Πρόλογο στη Ζωή’. Όπως ο Σολωμός, ο Ελύτης θέλησε να σαρκώσει ‘το ουσιαστικότερο και υψηλότερο περιεχόμενο της αληθινής ανθρώπινης φύσης, την Πατρίδα και την Πίστη’, σε επεισόδια από κορυφαίες στιγμές της σύγχρονής του ιστορίας του Ελληνισμού. Όπως ο Παλαμάς: θέλησε να στήσει τον Ποιητή, με τις ανθρώπινες αδυναμίες του και τις υπεράνθρωπες δυνάμεις του, στο κέντρο μιας διαλεκτικής σύνθεσης του Ελληνικού κόσμου. Κι όπως ο Σικελιανός: θέλησε να εκφράσει τη συνείδηση της Γης του, της Γυναίκας, της Πίστης του και της Προσωπικής Δημιουργίας του. […] »

Γ. Π. Σαββίδης, περιοδικό «Ο Ταχυδρόμος» 10.12.1960


«Διαβάζοντας Οδυσσέα Ελύτη είναι σαν να κοιτάς αιγαιοπελαγίτικο τοίχο το καταμεσήμερο. Θαμπώνεσαι. Κατεβάζεις τα μάτια. Ποτέ δεν μπόρεσα να αντικρίσω, ώρα πολύ το φωτόδεντρο. Αντέχω το κείμενο σε μικρές δόσεις. Κάθε λίγο αναστέλλω. Αλλάζω βλέμμα. Η συμπύκνωση της ουσίας, η ευφορία των στιγμών ζαλίζει σαν το πολύ οξυγόνο. Στα πεζά αλχημεία παράξενη. Ενώ ο λόγος είναι απλός, στρωτός, ευθύς, χωρίς ποιητικές αντιστροφές και κοσμητικά επίθετα –ξαφνικά όλο και μεταστοιχειώνεται σε ποίηση. Η ανάσα σου κόβεται από την ευτυχία της σωστής λέξης […] Κάθε σκέψη γίνεται αίσθηση σκέψης […] Ελύτης, ο υπερβατικός του εδώ και του τώρα. Ο μεταφυσικός του αισθητού. […]

Νίκος Δήμου, περιοδικό «Εποπτεία», αρ. 15, Σεπτ.-Οκτ. 1977



To Αιγαίο του Ελύτη:«Κέντρο της καλλιτεχνικής ενέργειας στην Ελλάδα, χιλιάδες χρόνια τώρα, κι από την εποχή της αυγής των πολιτισμών, υπήρξε το Αιγαίο. Εκεί, στη γαλάζια λεκάνη που ενώνει και χωρίζει συνάμα τις τρεις ιστορικές ηπείρους, συντελέστηκαν ανέκαθεν οι πιο τολμηρές κι οι πιο γόνιμες συναντήσεις του πνεύματος. Ο Ελληνισμός, παρών πάντοτε στα χείλη της λεκάνης αυτής (και τότε μονάχα όντας σε θέση να ολοκληρώνει το νόημα της αποστολής του μέσα στον κόσμο), γινόταν ο ενσυνείδητος λειτουργός μιας ακατάπαυστης αφομοιωτικής ενέργειας, που με υλικό παρμένο από την Ανατολή και τη Δύση εξακολουθητικά πλαστουργούσε πρότυπα πολιτισμού, διάφορα και στην ουσία και στη μορφή από κείνα που του είχαν χρησιμεύσει για πρώτη ύλη».


Χρήστος Παρίδης στο" ΕΘΝΟΣ"

Τρίτη 15 Σεπτεμβρίου 2009

ΤΟ ΕΙΚΑΣΤΙΚΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ ΕΛΥΤΗ: ΤΑ ΚΟΛΑΖ

Τρίτη, 15 Σεπτεμβρίου 2009

ΤΑ ΚΟΛΑΖ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ ΕΛΥΤΗ





























ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ: ΑΞΙΟΣ ΕΣΤΙ


Aμέσως μετά τον πόλεμο, χρόνια μεγάλης φτώχειας, ένα απέραντο ρημαδιό η χώρα, σημάδια θανάτου και λαίλαπας ακόμα νωπά παντού, ένας νέος, ευκατάστατος άντρας αναχωρεί για σπουδές στην Ελβετία. Καθ’ οδόν για το αεροδρόμιο, μια μικρή καθυστέρηση τον βρίσκει δίπλα σε μια αλάνα με ρακένδυτα σκελετωμένα παιδιά να παίζουν ανάμεσα στα σκουπίδια. Καταγράφει την εικόνα και την παίρνει μαζί του στις αποσκευές του από την Ελλάδα. Σε λιγότερο από είκοσι τέσσερις ώρες στη Λοζάνη, σε ένα δασάκι, μια άλλη εικόνα, ροδαλά, υγιέστατα αγόρια και κορίτσια, υπέρκομψα ντυμένα κάνουν ιππασία. Ο ευαίσθητος νέος Οδυσσέας Ελύτης συγκλονίζεται!

Ποιητής και πατριώτης, έχοντας πολεμήσει στην πρώτη ζώνη πυρός, έχοντας πονέσει για την πατρίδα του, έχοντας δει με τα μάτια του το άδικο σφιχταγκάλιασμα συνομηλίκων του με τον θάνατο -λίγο έλειψε να πεθάνει κι ο ίδιος- συνειδητοποιεί την κραυγαλέα αντίθεση και ταυτίζεται με το δράμα της πατρίδας του. Τον κάνει να καταλάβει ότι η μοίρα του ποιητή δεν μπορεί να είναι από τη μεριά του χρήματος και της εξουσίας. Κι αυτό γίνεται η μεγάλη αφορμή, το έναυσμα για ένα ποίημα «δέηση». Γεννιέται η ιδέα του «Aξιον Εστί». Eνα ποιητικό έργο σε μορφή εκκλησιαστικής λειτουργίας, μια εξιστόρηση του δράματος και των παθών του Ελληνισμού, ένας ύμνος στην Ελλάδα που θα χρειαστεί δέκα χρόνια για να ολοκληρωθεί. Και το οποίο έμελλε σαν μια σύγχρονη λειτουργία, χάρη στη θεία μουσική του Μίκη Θεοδωράκη και τις κατανυχτικές φωνές των Γρηγόρη Μπιθικώτση και Μάνου Κατράκη, να εμπνεύσουν έναν ολόκληρο λαό. Γιατί το «Aξιον Εστί» με το διάσημο ορατόριο του 1964, έτυχε αποδοχής μεγαλύτερης και από λαϊκά τραγούδια. Εγινε ένα εμβατήριο εθνικής ανάτασης! Κορύφωση μιας πορείας ενός ποιητή που είχε ξεκινήσει από τον ελληνοκεντρισμό, που τον εγκατέλειψε για χάρη του υπερρεαλισμού, αλλά που τελικά πάντα σε αυτόν επέστρεφε. Προσκολλημένος σε μια μεγάλη παράδοση, όχι στείρου εθνικισμού αλλά της βεβαιότητας μιας σπουδαίας πολιτισμικής συνέχειας, μεγάλης οικουμενικής πνευματικής σημασίας. Μια βεβαιότητα που έγινε για τον ίδιο φόρμα, ύφος και ήθος - καλλιτεχνικό και οντολογικό.

Γεννημένος το 1911 στο Ηράκλειο της Κρήτης, το τελευταίο από τα έξι παιδιά του Παναγιώτη Αλεπουδέλη, σαπωνοποιού με καταγωγή από τη Λέσβο, όπως και η μητέρα του Μαρία, το γένος Βρανά. Ο πατέρας μεταφέρει το εργοστάσιό του το 1914 στον Πειραιά, όπου ως φανατικός βενιζελικός, μετά την πτώση του Κρητικού πολιτικού το ‘20, υπομένει ουκ ολίγες πολιτικές διώξεις. Ο ποιητής δεν θα ξεχνούσε ποτέ ότι σε ηλικία δώδεκα ετών, όταν επισκέφτηκαν τη Λοζάνη της Ελβετίας όπου σπούδαζαν τα αδέλφια του, σε μια τους συνάντηση με τον Βενιζέλο τού κρατούσε το χέρι όσο αυτός μιλούσε με τους γονείς του.
Ποιήματα γράφει με ψευδώνυμο από παιδί, στη «Διάπλαση των παίδων». Δεινός αθλητής, μέχρι που μια αδενοπάθεια στα δεκαέξι του τον καθηλώνει στο κρεβάτι για τρεις μήνες. Στρέφεται κι αφοσιώνεται οριστικά στη λογοτεχνία. Το 1928, που τελειώνει τη δευτεροβάθμια εκπαίδευσή του, δέχεται πιέσεις από την οικογένειά του να σπουδάσει χημεία ώστε να μπορέσει να ενταχθεί στην επιχείρησή τους, αλλά ο ίδιος αντιστέκεται σθεναρά. Σε αντάλλαγμα, μπαίνει στη Νομική Σχολή Αθηνών. Εκεί το 1933 γίνεται μέλος ενός πολύ ξεχωριστού κύκλου. Ως εκπρόσωπος φοιτητών συμμετέχει στα «Συμπόσια του Σαββάτου» της «Ιδεοκρατικής Φιλοσοφικής Ομάδας» των Κ. Τσάτσου, Π. Κανελλόπουλου, Ι. Θεοδωρακόπουλου και Ι. Συκουτρή, βάζοντας έτσι τις βάσεις για ένα λαμπρό μέλλον τόσο στον χώρο της διανόησης όσο και της λογοτεχνικής αναζήτησης.
Πνευματικό παιδί της γενιάς του ’30, αναζητά τη μαγεία της ελληνικής κληρονομιάς όπου μπορεί να τη διακρίνει. Εικοσάχρονος φοιτητής, διασχίζει με μια Σεβρολέ την Ελλάδα που τον εκπλήσσει σε κάθε της έκφανση. Κάτω από το λιοπύρι, κάτω από τον καταγάλανο ουρανό και στη γενεσιουργό δύναμη του Αιγαίου ανακαλύπτει το υλικό και τα σύμβολα με τα οποία θα αναμετριόταν, σύντομα, στο έργο του. Συνδέεται φιλικά με τον Ανδρέα Εμπειρίκο, με τον οποίο ταξιδεύει στην πατρίδα των γονιών του, τη Λέσβο, όπου δεν αφήνουν καφενείο, καπηλειό, σπίτι σε αναζήτηση έργων του Θεόφιλου. Χάρη σε αυτό το ταξίδι θα γράψει αργότερα το περίφημο δοκίμιο για τον μεγάλο λαϊκό ζωγράφο, αλλά κυρίως, χάρη στη στενή του φιλία με τον «πατέρα» του ελληνικού υπερρεαλισμού, ανανεώνει τη σχέση του με τον ποιητικό λόγο. Του ανοίγονται νέες προοπτικές στην έκφραση, νέες αισθητικές ανησυχίες.
Ο Κατσίμπαλης και ο Σεφέρης είναι οι πρώτοι που τον πείθουν ότι έχει κατακτήσει προσωπικό στυλ και τον ωθούν στην πρώτη του δημοσίευση ποιημάτων του τον Νοέμβριο του 1935 στο λογοτεχνικό περιοδικό «Νέα Γράμματα». Με το όνομα Οδυσσέας Ελύτης, γεννιέται ένας νέος ποιητής και οι πρώτοι του στοίχοι, «Ο έρωτας, το αρχιπέλαγος», είναι σαν να καθόριζαν ολόκληρο το μετέπειτα του έργο. Ολη του η ποίηση στο μέλλον θα ξεχειλίζει από Αιγαίο και έρωτα, ενώ παράλληλα για πάρα πολλά χρόνια μετεωρίζεται μεταξύ ελληνικότητας και ευρωπαϊκής σκέψης, μεταξύ υπερρεαλισμού και λυρισμού. Αλλωστε ποτέ δεν έκρυψε τη λατρεία του για τον Σολωμό, τον οποίο θεωρούσε τον «μεγάλο του δάσκαλο», και τον Κάλβο.
Το 1936 στο πλαίσιο της Α’ Διεθνούς Υπερρεαλιστικής Εκθεσης Αθηνών εκδηλώνει μια άλλη του αγάπη και δραστηριότητα, τη ζωγραφική σύνθεση μέσω του κολάζ, που αργότερα ονόμασε «συνεικόνες».

Το 1939 εκδίδει την πρώτη του συλλογή «Προσανατολισμοί» και εντάσσεται ως ανθυπολοχαγός στη Διοίκηση Στρατηγείου Α’ Σώματος Στρατού, ιδιότητα με την οποία πολεμά το ’40 στο αλβανικό μέτωπο. Κινδυνεύει να πεθάνει όταν προσβάλλεται από σοβαρό κρούσμα κοιλιακού τύφου και μεταφέρεται στο Νοσοκομείο Ιωαννίνων. Ενα περιστατικό που τον στιγματίζει. Εν μέσω Κατοχής, τον Νοέμβριο του 1943, τυπώνει σε έξι χιλιάδες αντίτυπα το έργο «Ο Ηλιος ο πρώτος» μαζί με τις «Παραλλαγές πάνω σε μια αχτίδα», έναν ύμνο στη χαρά της ζωής! Με την απελευθέρωση δημοσιεύει το «Ασμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο Ανθυπολοχαγό της Αλβανίας» αποτίοντας φόρο τιμής σε αυτούς που αγωνίστηκαν και έδωσαν τη ζωή τους στην Πίνδο. Πρόκειται για ένα από τα πιο βιωματικά του έργα, γραμμένο σαν δημοτικό μοιρολόγι σε ελεύθερο και δεκαπεντασύλλαβο στίχο, αλλά και με υπερρεαλιστικά στοιχεία.
Για ένα μικρό διάστημα γίνεται διευθυντής προγράμματος του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας, ενώ κρατά στήλη τεχνοκριτικού στην Καθημερινή. Στο Παρίσι παρακολουθεί μαθήματα φιλοσοφίας στη Σορβόνη. Οταν, το 1948, γίνεται ιδρυτικό μέλος της Association Internationale des Critiques d’ Art, γνωρίζει τον πάπα του σουρεαλισμού Αντρέ Μπρετόν, το πνευματικό του ίνδαλμα Πολ Ελιάρ, τον Καμί, τον ντανταϊστή Τριστάν Τζαρά, και χάρη στον Ελληνα τεχνοκριτικό Ε.Τεριάντ, τους Μιρό, Ματίς, Σαγκάλ, Τζιακομέτι και Πικάσο.
Αφού πρώτα επισκέπτεται τη φρανκική Ισπανία, για χάρη του αγαπημένου του Λόρκα (που είχε ήδη μεταφράσει και δημοσιεύσει στα ελληνικά), η διετία ’50-,51 τον βρίσκει στο Λονδίνο να συνεργάζεται με το ελληνικό τμήμα του BBC. Εκείνη ακριβώς την εποχή επεξεργάζεται το «Αξιον Εστί», το οποίο θα εκδοθεί το 1960, αποσπώντας το Α’ Κρατικό Βραβείο Ποίησης.
Ο Κωνσταντίνος τού απονέμει το 1965 το παράσημο του «Ταξίαρχου του Φοίνικος» αλλά στη συνείδηση του ελληνικού λαού είναι, πάνω απ’ όλα, ο εκφραστής του ελληνισμού. Λογοπλάστης μοναδικός, ηδονοθήρας των λέξεων, ευδαιμονιστής, ταξιδιώτης, πολυγραφότατος ποιητής πάνω απ’ όλα, στη συλλογή δοκιμίων του «Ανοιχτά Χαρτιά» παραθέτει, σε πρώτο πρόσωπο, όλη του την προσωπική μυθολογία, αναλύει όλη του τη σχέση με την πρωτοπορία και την παράδοση.
Στη διάρκεια της δικτατορίας απέχει από κάθε δημόσια εκδήλωση και ζει τον Μάη του ’68 από κοντά καθώς βρίσκεται εκείνη την εποχή στο Παρίσι ?όπως άλλωστε όλη η ελληνική αστική τάξη με πολιτικές ανησυχίες. Εκεί, επηρεασμένος από τα σύγχρονα πνευματικά ρεύματα και κινήματα, ωριμάζει, αλλάζει τρόπο σκέψης, αποτιμά τη ζωή του και την ποίησή του, σταδιακά στρέφεται σε έναν νεο-ιδεαλισμό, στοιχεία που φαίνονται εμφατικά στη «Μαρία Νεφέλη» του 1978, έργο με το οποίο κάνει σαφή στροφή ύφους και περιεχομένου. Το ενδιαφέρον του μετατίθεται σε φιλοσοφικά και υπαρξιακά ζητήματα, κι όλες του οι συλλογές από τότε και εις στο εξής («Τρία ποιήματα με σημαία ευκαιρίας», «Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου», «Ο μικρός ναυτίλος») χαρακτηρίζονται από εσωστρέφεια και ερμητικότητα.
Το 1974 δέχεται πρόταση από τον στενό του φίλο Κωνσταντίνο Καραμανλή να συμμετάσχει ως βουλευτής Επικρατείας στην πρώτη μεταπολιτευτική Βουλή, κάτι που απορρίπτει, αλλά δέχεται τη θέση του προέδρου του διοικητικού συμβουλίου του ΕΙΡΤ. Αρνείται να γίνει μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, αλλά το 1979 κατακτά τη σημαντικότερη διεθνή διάκριση που υπάρχει για λογοτέχνη. Του απονέμεται το βραβείο Νομπέλ Λογοτεχνίας και γίνεται ο ίδιος διάσημος και η σύγχρονη ελληνική ποίηση παγκοσμίως αναθεωρεί τη θέση της στον χάρτη των μεγάλων δημιουργών.
Ο κύκλος για τον σπουδαίο αυτόν ποιητή κλείνει στις 18 Μαρτίου του 1995. Πεθαίνει στο σπίτι του στην Αθήνα από ανακοπή καρδιάς. Μέχρι και την τελευταία στιγμή δεν παύει να γράφει και να προσφέρει στην ελληνική γραμματεία έργο υψηλού πνευματικού φρονήματος.

ΕΙΠΕ:
«Να γιατί γράφω. Γιατί η ποίηση αρχίζει από εκεί που την τελευταία λέξη δεν την έχει ο θάνατος. Είναι η λήξη μιας ζωής και η έναρξη μιας άλλης, που είναι η ίδια με την πρώτη αλλά που πάει πολύ βαθιά, ως το ακρότατο σημείο που μπόρεσε ν’ ανιχνεύσει η ψυχή, στα σύνορα των αντιθέτων, εκεί που ο Ηλιος κι ο Αδης αγγίζονται. Η ατελεύτητη φορά προς το φως το Φυσικό, που είναι ο Λόγος, και το φως το Ακτιστον, που είναι ο Θεός. Γι’ αυτό γράφω. Γιατί με γοητεύει να υπακούω σ’ αυτόν που δε γνωρίζω, που είναι ο εαυτός μου ολάκερος, όχι ο μισός ? που ανεβοκατεβαίνει τους δρόμους και "φέρεται εγγεγραμμένος στα μητρώα αρρένων του Δήμου"» Οδυσσέας Ελύτης.

Κυριακή 16 Αυγούστου 2009

«Ο αριστερός μου Οδυσσέας Ελύτης» Συνέντευξη με την Λιλή Zωγράφου



«Ο αριστερός μου Οδυσσέας Ελύτης»
Συνέντευξη με την Λιλή Zωγράφου

Διαβάζοντας η Λιλή Zωγράφου το μικρό αφιέρωμα της «E» στον Οδυσσέα Eλύτη (18.3.'97) στάθηκε στην ανέκδοτη επιστολή του ποιητή προς τον ομότεχνό και φίλο του Nάνο Bαλαωρίτη. Σ' αυτή την επιστολή βρήκε διατυπωμένες, όπως μας είπε, θέσεις τις οποίες είχε κι αυτή εκφράσει το 1971, με την έκδοση του βιβλίου της «Ο ηλιοπότης Eλύτης». Tο βιβλίο, το οποίο από τότε έχει επανεκδοθεί πολλές φορές, περιλαμβάνει την ομιλία που έδωσε η Λιλή Zωγράφου στο θέατρο «Kάβα» του Xατζίσκου. Eδόθη για πρώτη φορά στις 25 Iανουαρίου 1971 και επανελήφθη ύστερα από λίγες μέρες, στις 14 Φεβρουαρίου. H ομιλία συνέπεσε με τα εξήντα χρόνια από τη γέννηση του ποιητή. «Ο ηλιοπότης ήλιος» ετοιμάζεται να επανακυκλοφορήσει από τις εκδόσεις «Aλεξάνδρεια». Iδού η μαρτυρία της Λιλής Zωγράφου, η οποία γνώρισε τον Οδυσσέα Eλύτη από κοντά:
*Πότε αρχίζει η σχέση σας με το «Aξιον Eστί» του Οδυσσέα Eλύτη;
«Aπό το 1959 που εκδόθηκε. Tο βρήκα στα βιβλιοπωλεία, το διάβασα, αλλά ήταν πολύ δύσκολο».
*Σε τι συνίστατο η δυσκολία του;
«Hταν ένα ποίημα που τέτοιο δεν είχαμε ξαναδεί. Hταν υπερρεαλιστικό. Tον Σεφέρη δεν τον αγάπησα ποτέ. Ποτέ. Ο Eλύτης με συγκλόνιζε. Tο ``Aξιον Eστί'' δεν έμοιαζε με κανένα από τα προηγούμενά του βιβλία».
*Tι σας ήλκυε και σας ελκύει στην ποίησή του;
Mέσα στη χούντα τον κατάλαβα, τον προσέγγισα ψυχολογικά».
*Bοήθησε η βαριά ατμόσφαιρα της δικτατορίας;
«Nαι, ασφαλώς. Kαι οι ερεθισμοί που υφιστάμεθα τότε από τους συγκλίνοντες με τη χούντα και από την ταπείνωσή μας για τους δικτάτορες».
«Mού 'δινε ελπίδες»
*Tο έργο του Eλύτη ηχούσε στα αυτιά σας λυτρωτικά;
«Mου 'δινε ελπίδες. Συγχρόνως, έπρεπε να το ερμηνεύσω σε νέους, φοιτητές, οι οποίοι ζητούσαν να τους το αναλύσω. Tότε σκέφτηκα να δώσω μια διάλεξη για να κάνω μια προπαγάνδα εθνικής μορφής. Zήτησα κάποια στοιχεία από τον εκδότη του ``Iκαρου'' Nίκο Kαρύδη, ο οποίος μου είπε ότι δεν υπάρχει τίποτα γραμμένο για το ``Aξιον Eστί''».
*Eίναι αλήθεια ότι αντέδρασε καθυστερημένα η κριτική. Tην είχε φέρει σε αμηχανία.
«Nαι, ναι δεν υπήρχε τίποτα. Hρθε ο Kαρύδης στη διάλεξη που είχε πολύ μεγάλη επιτυχία. Οι φοιτητές μού φώναζαν: ``Nα μας το εκδώσετε! ''. Ο Kαρύδης με συνεχάρη εγκάρδια. Tην επομένη με πήρε τηλέφωνο και με παρακάλεσε εκ μέρους του Eλύτη, που ήταν στο Παρίσι, να μην εκδώσω το βιβλίο, γιατί ήταν σεμνός και δεν το θέλει».
*Mήπως φοβήθηκε την εξ αριστερών αιρετική ανάγνωσή σας;
«Nαι, αλλά εγώ δεν το κατάλαβα τότε, γιατί νόμιζα ότι ήμουν πιστή στην ερμηνεία του ποιήματος. Xρειάστηκε να τσακωθούμε με τον Kαρύδη, δηλώνοντάς του ότι δεν έχω καμία υποχρέωση να συμφωνήσω με την απαγόρευση κι ούτε τον γνώριζα, ούτε με γνώριζε ο κ. Eλύτης. Eγιναν αλλεπάλληλα τηλεφωνήματα. Tο βιβλίο έκαμε μέσα σε δύο μήνες τρεις εκδόσεις και συνέχισε να έχει μεγάλη ζήτηση. Eν τω μεταξύ οι φοιτητές, οι οποίοι είχαν βραδινά φροντιστήρια, μου ζήτησαν να ξαναδώσω τη διάλεξη Kυριακή μεσημέρι. Tότε τους κατήγγειλα την απαγόρευση του Eλύτη, δηλώνοντας ότι ο κάθε ποιητής είναι στη διάθεσή μας και μόνο τα μαθηματικά δεν μπορούμε να τα ερμηνεύσουμε».
H χορηγία Φορντ
*Eκ των υστέρων μπορείτε να εκτιμήσετε την αξία της χειρονομίας σας;
«Kατήγγειλα μέσα στο βιβλίο τη βρωμερή φιλοαμερικανική προπαγάνδα που γινόταν με τις παροχές των βραβείων Φορντ. Πολύ αργότερα, το 1973, πληφορήθηκα από έναν κατάλογο ονομάτων, που είχε δημοσιευθεί στο ``Bήμα'', ``ότι είχε δεχθεί και ο Eλύτης χορηγία Φορντ''».
* Tο γεγονός σάς ενόχλησε;
«Mε γέμισε αγανάκτηση και απελπισία. Διότι μπορεί να μην απορούσα με τον Kουν, ούτε με τον Tαχτσή που έπαιρναν επίσης εκατομμύρια, ούτε με τους αδιάφορους και ανώδυνους από άποψη ήθους που δέχτηκαν τη χορηγία. H περίπτωση του Οδυσσέα Eλύτη με συνέτριψε, διότι πίστευα στο υψηλό ήθος του».
*Γιατί πιστεύετε ότι ο Eλύτης πήρε τα χρήματα; Mήπως τα είχε ανάγκη;
«Πιο πολύ από μένα αποκλείεται. Eγώ πεινούσα στην κυριολεξία, τα βιβλία μου είχαν απαγορευτεί, όχι δεν με άφηνε η χούντα να δουλέψω ούτε ως καμαριέρα, αλλά απαιτούσαν και να με διώξουν».
*Aς επανέλθουμε στον Eλύτη.
«Ο ποιητής επιστρέφει στην Eλλάδα από το Παρίσι το 1973, οπότε ζητάει να πάω να τον δω. Eγώ κομπλεξαρισμένη, πιστεύοντας στην αποτυχία του βιβλίου και στη λάθος ερμηνεία του ποιήματος, επειδή αισθανόμουν την ανάγκη να τον μεταφράσω με αριστερίζουσα νοοτροπία, αρνούμαι να πάω να τον δω. Tότε ήρθε εκείνος, μειλιχιότατος, προσηνής, σεμνός όπως πάντα. Ολα αυτά φυσικά συμβαίνουν πριν την πληροφόρηση του κοινού από το ``Bήμα'' των ονομάτων των χορηγηθέντων από τα Φορντ».
Δεν ξαναμιλήσαμε.
*Tι ελέχθη αναμεταξύ σας;
«Mου είπε ότι του άρεσε πάρα πολύ το βιβλίο και η ερμηνεία που έδινα στο ``Aξιον Eστί''. Παρ' όλα αυτά, όταν παίρνει το Nόμπελ το 1979 και οι Σουηδοί ψάχνουν απεγνωσμένα για ένα δοκίμιο, ο Eλύτης δεν μιλάει ποτέ, όπως και κανείς άλλος για το δοκίμιό μου. Bρισκόμουν τότε στην Kρήτη, απ' όπου με κάλεσε τηλεφωνικώς ο σκηνοθέτης Γιώργος Eμιρζάς να μιλήσω για τον Eλύτη, γιατί δεν υπήρχε κανείς να έχει ασχοληθεί με το ``Aξιον Eστί''. Kαι έρχομαι πράγματι από την Kρήτη και εμφανίζομαι στην τηλεόραση, απ' όπου δήλωσα ότι μιλάμε για έναν πολύ μεγάλου βεληνεκούς ποιητή, απομονώνοντάς τον από τον κύκλο των ζώντων ποιητών και συνδέοντάς τον με τους αρχαίους τραγωδούς. Aλλά δεν ξαναμιλήσαμε ποτέ με τον Eλύτη. Mου έδινε πολλή χαρά να διασταυρώνομαι μαζί του και να τον κοιτάω κατάματα, χωρίς να του λέω καλημέρα».
*Δεν του συγχωρέσατε ποτέ το γεγονός ότι δέχτηκε τη χορηγία Φορντ.
«Hξερε και ήξερα γιατί δεν τον καλημέριζα. Aλλά το φοβερότερο είναι η αποκάλυψη που έγινε με το γράμμα που δημοσιεύσατε του Eλύτη προς τον Nάνο Bαλαωρίτη. Γίνεται φανερό ότι είχε επίγνωση ότι οι αντιαποικιακές θέσεις του ήταν προκλητικά αριστερίζουσες. Kαι χρειάστηκε να περάσουν είκοσι πέντε χρόνια για να ξαναγαπήσω το βιβλίο με τον τίτλο «Ο ηλιοπότης ήλιος».
*Mπορείτε να συμπυκνώσετε, για όσους δεν το έχουν διαβάσει το σκεπτικό του δοκιμίου; Eπιπρόσθετα: Θα αλλάζατε σήμερα κάτι από το κείμενο του '71;
«Hθελα να μιλήσω για το πάθος του Eλύτη για την Eλλάδα, γι' αυτή την καθημαγμένη χώρα, την αιώνια αδικημένη που προκαλεί κόμπλεξ κατωτερότητας στους Eυρωπαίους και την ομορφιά της, τη μαγευτική και λάμπουσα. Δεν θα άγγιζα τίποτα, ούτε θ' αγγίξω την προσεχή έκδοση, γιατί αφήνω να μιλάει η νιότη μου αυθόρμητα και η ανόθευτη πίστη μου γι' αυτόν».
*Eάν σας ζητούσα να φτιάξετε ένα ψυχογράφημα του Eλύτη, πώς θα τον περιγράφατε; Tι καταλάβατε, τι άνθρωπος ήταν;
«Aκούστε. Eχω πει ότι πάνω στον τάφο μου θέλω να γραφτεί μια επιγραφή: ``Δεν κατάλαβα ποτέ τους ανθρώπους''».
«Aκέραιος; »
*Kάποιο χαρακτηριστικό της προσωπικότητάς του;
«Θα 'θελα να πω ότι κατ' αρχήν ήταν ακέραιος. Aλλά ήταν; ».
Hταν;
«Οχι. Οταν με γνώρισε και συνδεθήκαμε, μου μιλούσε για τη φτώχεια του, ότι αν δεν του 'φερνε ο αδελφός του φαΐ κάθε μέρα, θα είχε πεθάνει από την πείνα. Tα εκατομμύρια που πήρε από το Φορντ δεν σπαταλιούνται εύκολα. Tο κασέ του κάθε επιχορηγουμένου εξαρτιόταν. Ο Kουν π.χ. έπαιρνε τεσσεράμισι εκατομμύρια επί χρόνια. Ο Tαχτσής αγόρασε ρετιρέ στο Kολωνάκι. Aυτοί ήταν οι πρώτοι που πήραν Φορντ το '68 και το έμαθα στο Παρίσι που ζούσα και χαμογέλαγα για την τόση διαφθορά. Πώς λοιπόν να επαναλάβω τη λέξη ακέραιος; Οταν γνωρίζω τη συμπεριφορά του απέναντι στους Aμερικανούς που υπέθαλψαν τη δικτατορία και θέλησαν να μας αλλοτριώσουν; Tα Φορντ τότε προσέφερε η κ. Kασιμάτη, η νύφη του Mυριβήλη, η οποία μου ζήτησε να δεχθώ τη χορηγία και φυσικά δεν της ξαναμίλησα ποτέ.
Tι άλλο θέλετε; Tα είπαμε; ». 29/03/1997 "Eλευθεροτυπία"

ΝΙΚΟΣ ΔΗΜΟΥ: Ελύτης και Novalis



Ελύτης και Novalis
(Από το φως στο σκοτάδι - και πάλι στο φως)

Ο σκοτεινός βαρόνος

Στην σύντομη ζωή του (1772 - 1801, δεν συμπλήρωσε ούτε τα 29 του χρόνια) ο Φρειδερίκος βαρόνος του Χάρντενμπεργκ (πλήρες όνομα: Georg Philipp Friedrich Freiherr von Hardenberg) έγραψε ένα αριστούργημα. Τους "Ύμνους στην Νύχτα" (Hymnen an die Nacht) που τον έκαναν διάσημο με το φιλολογικό του ψευδώνυμο Novalis.

Διακόσια σχεδόν χρόνια μετά, ο Οδυσσέας Ελύτης αφιερώνει στον Novalis ένα από τα τελευταία του ποιήματα. Πρόκειται για το "Ελεγείο του Grueningen" από την συλλογή "Τα Ελεγεία της Οξώπετρας". (Πρώτη δημοσίευση: περιοδικό "Συντέλεια" τεύχος 2-3, 1991).

Η αφιέρωση δεν περιορίζεται μόνο στην προμετωπίδα. Είναι ουσιαστική. Το Ελεγείο αυτό του Ελύτη ανακαλεί τόσο τον άνθρωπο Hardenberg στου οποίου την ζωή και τα πάθη αναφέρεται, όσο και τον μυστικόπαθο ποιητή Novalis - με την τόσο βορινή νύκτια κοσμοθεωρία του.

Στο ιστορικό-θεματολογικό επίπεδο πρέπει να αναφερθεί πως το Ελεγείο δεν μπορεί να κατανοηθεί χωρίς αρκετές γνώσεις γύρω από τη ζωή του Γερμανού ποιητή. Τα ονόματα και οι ημερομηνίες που αναφέρονται στους στίχους του παραμένουν γρίφοι για τον απληροφόρητο. (Ο Ελύτης, αντίθετα με τον Σεφέρη και άλλους, ποτέ δεν υπομνηματίζει τα ποιήματά του - δουλειά για τους ερευνητές!)

Ωστόσο αυτό που εκπλήσσει κυρίως όσους γνωρίζουν την ποίηση του Novalis είναι η προσέγγιση στο κοσμοθεωρητικό - ή καλύτερα υπερβατικό επίπεδο. Θεωρητικά ο γερμανός ρομαντικός αποτελεί τον ποιητικό αντίποδα του 'Ελληνα ηλιοπότη. Οπαδός του σκότους και της νύχτας, νοσταλγός του θανάτου, συμβολιστής, θρησκευόμενος, πιετιστής, μυστικιστής, πλατωνικός εραστής γυναικείων ειδώλων - τι σχέση μπορεί να έχει με τον ερωτικό μεσογειακό ποιητή που ήδη οι τίτλοι των συλλογών του υμνούν αδιάκοπα το φως;

"Οδός άνω κάτω μία και ωϋτή", έγραψεν ο Εφέσιος. Συμβαίνει άραγε το ίδιο με τους "Υμνους προς την Νύχτα" και το "Φωτόδεντρο"; Κι ο 'Ελληνας που κάποτε διακύρηξε: "Δεν ξέρω πια τη νύχτα φοβερή ανωνυμία θανάτου" πόσο προσεγγίζει τον Γερμανό που έγραψε: "Δοξασμένη ας είναι για μας η αιώνια νύχτα / δοξασμένος ο αιώνιος ύπνος".

Θα αντιπαραθέσουμε τα δύο ποιήματα - τον τρίτο 'Υμνο του Novalis (από τον οποίο ο Ελύτης παραθέτει και αμετάφραστο απόσπασμα) και το Ελεγείο. Πριν όμως, δύο γενικές παρατηρήσεις (που θα μπορούσαν να δώσουν αφορμή για χωριστές μελέτες.

Φως - σκοτάδι - φώς

Στα τελευταία του κείμενα ο ποιητής του φωτός βλέπει διαφορετικά το σκοτάδι. Και δεν μιλάω μόνο για το σαφώς νυκτερινό (και συννεφιασμένο) τοπίο στο "Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου". Και στα άλλα βιβλία υπάρχει μια διαφορετική στάση απέναντι στη νύχτα. Δεν θέλω να κουράσω με παραθέματα.

Νομίζω πως είναι φανερό στον επαρκή αναγνώστη πως με τα χρόνια, ο Ελύτης ξεπέρασε την "ηλιακή μεταφυσική" της "τρίτης περιόδου" του για μια πιο σύνθετη μορφή μυστικής εμπειρίας που εμπεριέχει και το σκότος.

Κάποτε έγραφε: "οι Ευρωπαίοι και οι Δυτικοί βρίσκουν πάντα το μυστήριο στη σκοτεινιά, στη νύχτα, ενώ εμείς οι 'Ελληνες το βρίσκουμε στο φως που είναι κάτι απόλυτο".

Στην τελευταία του περίοδο το πνευματικό τοπίο αλλάζει. Η σκιά δεν είναι μόνο περίγραμμα του φωτός - αλλά παρουσία αυτοδύναμη. Όσο περνάνε τα χρόνια, το σκοτάδι γίνεται πιο υπαρκτό - είναι αδύνατο να το αγνοήσεις. Πρέπει να το υπερβείς.

Έτσι η πορεία δεν είναι πια ευθύγραμμη - προς το φως - είναι παλινδρομική ή μάλλον σπειροειδής. Πάλι προς το φως μέσα από το σκοτάδι. Η εσωστρεφής αυτή εποχή καθιερώνει τον Ελύτη σαν μεγάλο μυστικό και θρησκευτικό ποιητή (με την ευρύτατη έννοια του θρησκεύεσθαι). Σε αυτήν φαίνεται να έχει πια υπερβεί την αντίθεση Φως-Νύχτα. Ακολουθεί την κλασική πορεία του μυστικού που ανεβαίνοντας προς το Ένα ξεπερνάει, αίρει τις φαινομενικές αντιθέσεις.

Η εξιστόρηση αυτής της μετάβασης από το φως στο σκοτάδι (και πάλι στο φως) θα χρειαζόταν πολλή ανάλυση και τεκμηρίωση. Σίγουρα όμως η συνάντηση με τον Novalis είναι ένας σημαντικός σταθμός σε αυτή τη διαδρομή.

Επιρροές

Έχει υπερτονισθεί η σχέση του Ελύτη με Γάλλους ποιητές. Σίγουρα είναι σημαντική (αν και σημαντικότερη επίδραση παραμένουν οι αρχαίοι δικοί μας). Όμως τα τελευταία χρόνια οι Γερμανοί εμφανίζονται όλο και περισσότερο στην ποίησή του. Και σαν ονόματα - αλλά και σαν συνομιλητές.

Υπενθυμίζω ότι στον "Ταξιδιωτικό Σάκκο (ΟΤΤΩ ΤΙΣ ΕΡΑΤΑΙ)" του "Μικρού Ναυτίλου" ανθολογούνται δύο στίχοι του Novalis (από τον 2ο και 3ο "Υμνους στην Νύχτα") και δύο του Hoelderlin. Ο τελευταίος αυτός κατέχει καίρια θέση στο δοκίμιο του ποιητή "Πρόσω ηρέμα" (από την "Ιδιωτική Οδό"). Εκεί αφηγείται ο Ελύτης πως στο ταξίδι της ζωής του τον "παρακολουθούνε με άγρυπνο μάτι ο Φρειδερίκος Χαίλντερλιν από την μια και ο Διονύσιος Σολωμός από την άλλη". Παρακάτω τους ονομάζει "...αγίους όπως ο Σουηβίας και ο Ζακύνθου".

Στον Hoelderlin, δύο χρόνια πρεσβύτερο του Novalis, ο Ελύτης έχει ανακαλύψει μια άλλη εικόνα της Πινδαρικής Ελλάδας, που πρέπει να του στάθηκε πολύτιμη. Η δομή των τελευταίων ποιημάτων του έχει δανειστεί πολλά από την δωρική λιτότητα των ύμνων του Hoelderlin. Σπασμένα ημιστίχια, κοντές φράσεις με αιφνιδιαστική τελεία, παύσεις - όλα απηχήσεις. Και είναι χαρακτηριστικό ότι στα "Ελεγεία της Οξόπετρας" ένα ολόκληρο ποίημα ασχολείται με την μοίρα εκείνου που "ευλαβέστατα υπογραφόταν Scardanelli". (Κι ένα άλλο με τον Διονύσιο Σολωμό).

Θα ήταν χρήσιμη μια μελέτη της παρουσίας των Γερμανών ποιητών στο έργο του Ελύτη. Από όσα γνωρίζω ο ποιητής είχε μάθει μικρός μερικά στοιχεία Γερμανικής γλώσσας. Στα δώδεκά του χρόνια έκανε ένα ταξίδι στην Γερμανία (το οποίο και αναφέρεται στο Ελεγείο). Οι γνώσεις του, του παρέχουν την δυνατότητα, παρ'όλο που διαβάζει τους γερμανούς ποιητές σε γαλλική μετάφραση, να ανατρέχει στο πρωτότυπο (οι εκδόσεις είναι συνήθως δίγλωσσες) και να ακούει τον πρωτογενή ήχο.

Η ιστορία της Σοφίας

Μερικά ακόμα στοιχεία από τον βίο του βαρόνου von Hardenberg απαραίτητα για την κατανόηση των δύο ποιημάτων που θα ακολουθήσουν. (Βαρόνο von Hardenberg τον αποκαλεί ο Ελύτης στην αφιέρωση, πράγμα που θα ξένιζε έναν γερμανό. Ο τίτλος Freiherr είναι ο ταπεινότερος τίτλος ευγενείας και οι κάτοχοί του σπάνια τον αναφέρουν. Είτε τον αποσιωπούν, είτε - αν είναι σνομπ - καλύπτονται από το "von" που θα μπορούσε να υποδηλώνει και υψηλότερη βαθμίδα).

Στις 17 Νοεμβρίου 1794, ο Novalis συναντά για πρώτη φορά την δωδεκάχρονη Sophie von Kuehn. ("Σε ένα τέταρτο αποφασίστηκε η ζωή μου"). Η συνάντηση έγινε στον πύργο του Grueningen που ανήκε στην μητέρα της, η οποία είχε παντρευτεί σε δεύτερο γάμο τον λοχαγό von Rockenthien. H Sophie ήταν ένα από τα έξη παιδιά της από τον πρώτο γάμο.

Ο φίλος του Νovalis, ποιητής Ludwig Tieck, έγραψε αργότερα: "Η πρώτη ματιά που έριξε σ' αυτή την ωραία και άπειρα γοητευτική μορφή, στάθηκε αποφασιστική για όλη την υπόλοιπη ζωή του".

Αρραβωνιάστηκαν τον Μάρτιο του 1795. Τον Νοέμβριο του ίδιου χρόνου η κόρη αρρωσταίνει βαριά - και μετά από αλλεπάλληλες εγχειρήσεις πεθαίνει, δεκαπέντε χρόνων, στις 19 Μαρτίου 1797.

Στις 13 Μαΐου του ίδιου χρόνου (δεν είμαι σχολαστικός με τις ημερομηνίες - υπάρχουν όλες στο ποίημα του Ελύτη) ο Novalis επισκέπτεται τον τάφο της αγαπημένης του. Σημειώνει στο ημερολόγιό του:

"Το βράδυ επήγα στην Σοφία. Εκεί ήμουν απερίγραπτα χαρούμενος - αστραπιαίες στιγμές ενθουσιασμού - φύσηξα μακριά μπροστά μου τον τάφο, σαν σκόνη - οι αιώνες ήταν σαν στιγμές - ένιωθα την παρουσία της - πίστεψα πως θα 'πρεπε πάντα να προηγείται - ".

Η νεκρή Σοφία έγινε Βεατρίκη για ένα ταξίδι όχι στον Παράδεισο αλλά σε έναν άλλο υπέρ-τόπο. "Υψηλότερο χώρο" τον αποκαλεί ο Novalis, χώρο του "μετά-θανάτου" θα τον ονομάσει ο Ελύτης. Ο νεαρός (μόλις 25 ετών) ποιητής αποστρέφει το πρόσωπο από το φως της μέρας "τον βασιλέα της γήινης φύσης" και απευθύνεται στην νύχτα την "βασίλισσα του κόσμου" ενός "άγιου κόσμου" που δεν υπόκειται στις δεσμεύσεις της γήινης ύπαρξης. Δεν γνωρίζει την ανάγκη, την φθορά και τον χρόνο.

Δύο σύμβολα κυριαρχούν στους "Ύμνους": Φως και σκότος, ημέρα και νύχτα. Σ' αυτά αντιστοιχούν το εδώ και το επέκεινα, η ζωή και ο θάνατος. ο τελευταίος όμως, ως πλήρωση και λύτρωση. Η νύχτα δεν είναι μόνο "ένα περιεχόμενο του νοείν (κόσμος ή εσώτερος κόσμος) αλλά και ένας τρόπος του νοείν (όργανο)". Γράφει: "Πιο ουράνια από εκείνα τα απαστράπτοντα αστέρια μας φαίνονται τα άπειρα μάτια που ανοίγει μέσα μας η Νύχτα".

Μέσο για την προσέγγιση με το σκότος είναι ο "άγιος ύπνος". Όχι ο φυσικός της κουρασμένης καθημερινότητας αλλά ο ύπνος του κρασιού, του οπίου (αναφέρεται στον δεύτερο ύμνο), του έρωτα, και, τελικά, του θανάτου.

'Έχουν γραφτεί πολλά για την μυστική εμπειρία του Novalis, τις μακρινές πλατωνικές επιδράσεις και τις εγγύτερες των "πιετιστών" (pietismus) που διατείνονταν πως ο άνθρωπος μπορεί να "ξαναγεννηθεί" και να λυτρωθεί. Οι πιετιστές βέβαια ήταν φανατικοί Χριστιανοί. Αλλά και ο Novalis από τον τέταρτο και κυρίως τον πέμπτο "Ύμνο" εισάγει την μορφή του Χριστού. Ο τάφος της Σοφίας οδηγεί στον Άγιο Τάφο και ο Ιησούς παίζει για το πλήθος των ανθρώπων, τον ρόλο που έπαιξε για τον Novalis η αγαπημένη. Γίνεται μεσολαβητής ανάμεσα στους δύο κόσμους. Αυτή η κάπως απρόοπτη μετάλλαξη, έχει προβληματίσει αρκετούς σχολιαστές. (Δεν θα επεκταθώ. Το κείμενό μου αφορά τον Ελύτη κι όχι τον Novalis κι έτσι εδώ σημειώνω μόνο όσα στοιχεία θα βοηθήσουν στην προσέγγιση του Ελεγείου).

Η αναγεννητική εμπειρία της 13ης Μαΐου 1797 κυοφόρησε τους Ύμνους στην Νύχτα". (Δημοσιεύθηκαν το 1800). Η νεκρή Βεατρίκη έγινε ο "ήλιος της νύχτας" που λυτρώνει από τα "δεσμά του φωτός". Το έργο αποτελείται από 6 μέρη. Τα τρία πρώτα είναι σε πεζό λόγο, το τέταρτο και πέμπτο σε μικτό (στίχοι και πεζό) το έκτο (και το μοναδικό που έχει ξεχωριστό τίτλο: "Νοσταλγία για τον Θάνατο") μόνο σε στίχους.

Το ποίημα στο οποίο αναφέρεται ο Ελύτης είναι ο τρίτος Ύμνος, που αποτελεί ποιητική μετάπλαση και ανάπτυξη της ημερολογιακής σημείωσης που αναφέραμε. Οι μελετητές τον αποκάλεσαν Urhymne (πρωταρχικό ύμνο). Ίσως είναι σκόπιμο να δούμε ολόκληρο το κείμενό του σε πρόχειρη μετάφραση.

Τρίτος Ύμνος

Άλλοτε που έχυνα δάκρυα πικρά, που η ελπίδα μου έλιωνε, αναλυμένη μέσα στον πόνο κι εγώ στεκόμουν μόνος στο ξερό ύψωμα που έκρυβε σε στενό σκοτεινό χώρο την μορφή της ζωής μου - μόνος όπως κανείς δεν υπήρξε μόνος, κυνηγημένος από φόβο ανείπωτο - αδύναμος, σκέψη μοναχά της αθλιότητας.- Όπως κοιτούσα γύρω για βοήθεια, μπροστά δεν μπορούσα και ούτε πίσω, και κρεμόμουνα με άπειρη νοσταλγία στην ζωή που έφευγε, που έσβηνε: - εκεί ήρθε από το γαλανό μακρινό, από τα ύψη της παλιάς μου ευδαιμονίας ένα δέος λυκαυγούς - και με μιας κόπηκε ο λώρος της γέννας - τα δεσμά του φωτός. Μακριά έφυγε η γήινη μεγαλοπρέπεια και η λύπη μου μαζί της, η μελαγχολία χύθηκε σε νέο ανεξιχνίαστο κόσμο - εσύ ενθουσιασμέ της νύχτας, ελαφρέ ύπνε του ουρανού με εκάλυψες - η περιοχή ανέβηκε απαλά ψηλότερα: πάνω από τον τόπο αιωρείτο το απελευθερωμένο, νεογέννητο πνεύμα μου. Το ύψωμα έγινε σύννεφο σκόνης - μέσα από τα νέφη είδα εκστατικά τα χαρακτηριστικά της αγαπημένης. Στα μάτια της αναπαυόταν η αιωνιότητα - έπιασα τα χέρια της και τα δάκρυα έγιναν δεσμός, σπινθηροβόλος και αρραγής. Χιλιετηρίδες τραβούσαν, χάνονταν στα βάθη σαν καταιγίδες. Στον λαιμό της έκλαψα γοητευμένα δάκρυα για την καινούργια ζωή. - Ήταν το πρώτο μοναδικό όνειρο - και μόνο από τότε νιώθω αιώνια αμετάβλητη πίστη στον ουρανό της νύχτας και στο φως του, την αγαπημένη.

Αυτά ο Novalis. Νομίζω πως τώρα είναι καιρός να προσεγγίσουμε το "Ελεγείο του Grueningen" του Οδυσσέα Ελύτη (όλα τα παραπάνω ήταν προετοιμασία). Η αρχή του ηχεί σαν πλατειά ρομαντική μελωδία, με κυνηγητικό κέρας και απηχήσεις σκοτεινών δασών - συμφωνία του Schumann ή του ύστερου Schubert.

Όχι εδώ δεν υπάρχει ούτε καν "μια σκούρα θάλασσα κι ένα κορίτσι στ' άσπρα", ή τελευταία μεσογειακή εικόνα από το ήδη σκοτεινό "Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου." Η ατμόσφαιρα είναι ρομαντική, σχεδόν γοτθική (μήπως οι ρομαντικοί δεν μυθοποίησαν το γοτθικό;) και βόρεια.

Η ηρωίδα, Soeffchen (Σοφούλα), παρουσιάζεται στον πέμπτο στίχο, σαν ανταπόκριση στο "μοναδικό όνειρο" (από τον "Τρίτον 'Υμνο", ο στίχος στα γερμανικά). Το "θραύσμα γαλαζωπό από πέτρωμα" που υψώνει θυμίζει την ενασχόληση του Novalis με την γεωλογία. Γρήγορα όμως, πριν καν σβήσει η εικόνα της κόρης που "περιδιαβάζει κάτω απ' τις δεντροστοιχίες" εισάγεται η ημερομηνία του θανάτου της. Κι εκεί ο ποιητής αρχίζει μιαν αντίστροφη μέτρηση με σκοπό:

...να σ' αποκαθηλώσω από τους αριθμούς της νύχτας.

Η πορεία θανάτου της Sophie von Kuhn εικονογραφείται μέρα με τη μέρα από τις εννέα ως τις δεκαεννέα Μαρτίου. Έντεκα ενάριθμοι στίχοι όπου ο Ελύτης προσπαθεί να δώσει μια ποιητική κλίμακα καθόδου στο Μαύρο.

Ωστόσο την αποκαθήλωση ακολουθεί μια εξαίσια παγανιστική αποθέωση, με ερωτιδείς και "μουσική από μακρινούς αστερισμούς". Η μηδενική αρίθμηση δίνει τη θέση της σε μια εικόνα παραδείσια. Που οδηγεί στο συμπέρασμα:

Ότι ο έρωτας δεν είναι αυτό που ξέρουμε μήτε

αυτό που οι μάγοι διατείνονται

Αλλά ζωή δεύτερη ατραυμάτιστη στον αιώνα.

Στους επόμενους στίχους ανακαλείται το όραμα του Novalis ("καταμεσίς Μαίου"). Η ανάκληση καταλήγει σε δύο ημιστίχια που στην μουσική τους θυμίζουν εντονότατα Hoelderlin:

Αλλ' αν ατυχής υπήρξε η φορά των πραγμάτων

'Εκτοτε μέγιστον ήταν το μάθημα.

Το μάθημα ήταν η, μέσω του έρωτα, υπέρβαση του θανάτου.

Σύμφωνα με τον ορισμό του λεξικού ένα ελεγείο είναι "θρηνητικόν άσμα, θρήνος". Όμως αυτό το ελεγείο (όπως και τα περισσότερα "της Οξόπετρας") ενώ εμπεριέχει θρήνο, δεν είναι πένθιμο, δεν αποχαιρετά, ούτε μοιρολογεί. Είναι μια εκπληκτικής ωριμότητας και σοφίας ενατένιση του Τέλους, από έναν μεγάλο δημιουργό, που, ως την τελευταία στιγμή, ακουμπάει επάνω στον έρωτα και το ωραίο. Απέναντι στον θάνατο βρίσκει "πατήματα και κρικέλια" (ας θυμηθούμε τον Διγενή) και αντιπαραθέτει όραμα, ομορφιά και μετα-θάνατο.

Η πρώτη βιαστική ανάγνωση πείθει πως τα "Ελεγεία της Οξόπετρας" είναι έργο-σταθμός στην πορεία του ποιητή. Πρόκειται για το σκοτεινό αντίστοιχο του "Φωτόδεντρου". Αποτελούν μία στοχαστική και σπαρακτικά γυμνή "μελέτη θανάτου" και ίσως γι αυτό (κι όχι μόνο για τον τίτλο) θυμίζουν μεγάλη ποίηση άλλου Γερμανού ποιητή, τα "Ελεγεία του Duino" του Rainer Maria Rilke.

Ο Ελύτης, στα ογδόντα του, άγγιξε το ύψιστο όριο.

Μικρό σχολιαστικό υστερόγραφο: Η ιστορία του Novalis και της Sophie von Kuehn (το υποκοριστικό που της είχε δώσει ο αγαπημένος της ήταν Soeffchen και όχι Sofchen όπως λανθασμένα αναγράφεται στην πρώτη εμφάνιση του Ελεγείου) δεν εκτυλίχθηκε στην Ρηνανία αλλά στην Θουριγγία (και την Σαξωνία), σε περιοχή που μέχρι πριν λίγο ανήκε στην (τέως) Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία. Οι αναφορές στην Ρηνανία μάλλον σχετίζονται με το νεανικό ταξίδι του ποιητή.